Ο Baz Luhrmann είναι ο άρχοντας του κιτς αναχρονισμού: Κατά τη διάρκεια της πολυετούς (και ομολογουμένως φειδωλής) καριέρας του, μας έχει προσφέρει κλασσικά διαμάντια όπως τα Strictly Ballroom και Moulin Rouge, καλτ αγαπημένα όπως το νετφλιξικό Get Down, και παροιμιώδεις παραφωνίες όπως το The Great Gatsby – και παρά την ποιοτική ασυμφωνία, τα έργα του χαρακτηρίζονται ανεξαιρέτως από την προσωπική του σφραγίδα. Λατρεία για το παρελθόν, πλουσιοπάροχα σκηνικά, σύγχρονα τραγούδια και camp υπερβολή παρελαύνουν στη φιλμογραφία του, δημιουργώντας μια ασυγκράτητη (όσο και συγκεκριμένη), αισθητική επίθεση.
Τι πιο φυσιολογικό λοιπόν για τον Αυστραλό ωτέρ, από το να σκηνοθετήσει τη ζωή του Elvis Presley; Η ιστορία του Βασιλιά της Ροκ είναι γεμάτη ακατάσχετο γκλάμουρ, εκθαμβωτικά μπιχλιμπίδια και ανεξέλεγκτη κραιπάλη – πράγμα που επέτρεψε στον Luhrmann να δημιουργήσει το πιο over-the-top, αισθητικά ακραίο φιλμ του μέχρι τώρα.
Ραγδαίο μοντάζ, εκκωφαντικό sound design, χοροπηδηχτά title cards και φανταχτερά εφφέ πλημμυρίζουν την οθόνη, σε ένα φρενήρες σινε-τσίρκο που προσπαθεί να είναι όσο χλιδάτo και αυτάρεσκo όσο και ο πρωταγωνιστής του. Και παραδόξως, το αισθητικό μπαράζ είναι δικαιολογημένο κατά τη διάρκεια της πρώτης πράξης: Η ιλιγγιώδης επιτυχία του Elvis στα πρώτα 10 χρόνια της καριέρας του μεταδίδεται με πονοκεφαλιαστική σβελτάδα, με τον Luhrmann να τολμάει να θυσιάσει ολόκληρα κομμάτια της ζωής του Presley στο βωμό της ξέφρενης ταχύτητας. Είναι καλό σινεμά; Μάλλον όχι, αλλά χτίζει ατμόσφαιρα, σε αφήνει άναυδο και καταφέρνει -προς στιγμήν- να απομακρυνθεί από τα συνηθισμένα μονοπάτια των μουσικών biopics.
Μόνο προς στιγμήν όμως.
…γιατί όπως και ο πρωταγωνιστής μας, έτσι και η ταινία χάνει την σπιρτάδα της μετά την πρώτη πράξη: Μετά το τέλος της θητείας του, ο Elvis κατεβάζει ταχύτητα, χάνει το επαναστατικό του πνεύμα, και παραδίδεται σε όλα ανεξαιρέτως τα κλισέ που χαρακτηρίζουν το εξουθενωμένο genre της μουσικής βιογραφίας. Η μοναξιά της επιτυχίας, ο θάνατος της μάνας, η στροφή στα ναρκωτικά, ο Elvis περνά ευλαβικά μέσα από κάθε χιλιοειπωμένο trope του είδους, αναμασώντας τα αναρίθμητα biopics που έχουν περάσει από τη μεγάλη οθόνη – παραδίδοντάς μας τελικά μία κουραστική (και απόλυτα προβλέψιμη) κινηματογραφική εμπειρία.
Είναι καλοκαίρι του 1954, και ο μικροαπατεώνας Tom Parker διαχειρίζεται μουσικές ατραξιόν σε πανηγύρια δευτέρας διαλογής. Μία μέρα, ο κουτοπόνηρος μάνατζερ θα ανακαλύψει έναν ταλαντούχο έφηβο με ανδρόγυνη αισθητική, ονόματι Elvis Presley: Ο νεαρός Elvis έχει την ικανότητα να υπνωτίζει τις γυναίκες με τις θελκτικές του κινήσεις, μετατρέποντάς τις έτσι σε άμυαλα ζόμπι – και ο Parker, εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του, θα συνάψει μαζί του μια συμφωνία που θα τον εκτοξεύσει στο απόγειο της αμερικανικής κουλτούρας.
…δεν είμαι ο πρώτος που το λέει, αλλά η απόφαση του Luhrmann να εστιάσει τη διήγηση γύρω από τον γλοιώδη μάνατζερ του Elvis είναι πραγματικά ανεξήγητη – κυρίως επειδή ο Tom Hanks, (σε έναν από τους σπάνιους ανταγωνιστικούς του ρόλους) παραδίδει μια εκνευριστικά καρτουνίστικη και γελοιωδώς σαρδόνια ερμηνεία, μπαίνοντας πάραυτα στα χρονικά των ενοχλητικότερων χαρακτήρων του σύγχρονου Χόλυγουντ. Από την άλλη, ο Elvis Presley δείχνει να είναι τουρίστας στην ίδια του την ταινία, και παρουσιάζεται εδώ σα να έχει ταυτοχρόνως όλα τα καλά του κόσμου: επαναστατικός μα και νομοταγής, ονειροπόλος μα και προσγειωμένος, αγαθιάρης μα και οξυδερκής, ο Elvis είναι ένας νερόβραστος ήρωας χωρίς αληθινό βάθος, και η ταινία τον παρακολουθεί από μακριά, ξεχνώντας να διεισδύσει στην ανθρωπιά του – προτιμώντας αντιθέτως να μας μιλήσει για τα κίνητρα και τα συναισθήματα του (ποιος νοιάστηκε;) Tom Parker του Tom Hanks.
Και όταν επιτέλους πέσει η αυλαία, ο θεατής έχει μείνει με 30 λεπτά πονοκεφάλου και 2 ώρες χασμουρητών. Με την κακόγουστη ερμηνεία του Hanks να αντηχεί καθ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ο Elvis του Luhrmann είναι «all style no substance» – γιατί όπως και ο βασιλιάς του ροκ εν ρολ, ο Baz αναπαράγει τη δουλειά άλλων, προσθέτοντας απλώς λίγη φανφάρα.