Βασισμένο στα ομώνυμα βιβλία του Αμερικανού συγγραφέα R. L. Stine, το Fear Street Part 1: 1994 αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας τρόμου σε παραγωγή του Netflix και σκηνοθεσία της Leigh Janiak (Honeymoon). Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης τριλογίας έγκειται στο γεγονός πως όχι μόνο γυρίστηκε μονομιάς, αλλά πως θα κυκλοφορήσει στη διάρκεια μόλις τριών εβδομάδων!
Η ταινία τοποθετείται στην κωμόπολη Shadyside στο Ohio, η οποία μαστίζεται για ακόμη μια φορά από μια σειρά αποτρόπαιων δολοφονιών. Φήμες που κυκλοφορούν κάνουν λόγο για μια αρχαία κατάρα, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά όλα αυτά. Κανείς, εκτός από μια παρέα εφήβων, η οποία είναι αποφασισμένη να βάλει τέλος στα βίαια φαινόμενα που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά μέσα στις δεκαετίες.
Ηδη από την -εξαιρετικά δυνατή- εισαγωγική σκηνή, στην οποία πρωταγωνιστεί η Maya Hawke (Stranger Things, The Good Lord Bird) και τοποθετείται σε ένα εμπορικό κέντρο, γίνεται εμφανές πως η ταινία θα επιχειρήσει να τιμήσει κάθε ταινία (και σειρά) που μπορεί. Η αισθητική του θα θυμίσει κάτι από το μεγάλο χιτ του Netflix, το Stranger Things, παρ’ ότι χρονολογικά βρισκόμαστε στην δεκαετία του ’90, ενώ οι διάφορες σεναριακές ανατροπές αποδεικνύουν πως η ταινία αγκαλιάζει με θέρμη τα κλισέ του slasher υποείδους, τιμώντας ταινίες σαν το Scream.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τη δημοφιλή ταινία του Wes Craven, η εμμονή με ήδη υπάρχουσες ταινίες δεν γίνεται με σκοπό την αποδόμηση του είδους και το άνοιγμα νέων, απάτητων μονοπατιών, γεγονός, όμως, που δεν ενοχλεί ιδιαίτερα, διότι το σενάριο αφενός δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα μυθολογία που απλώνεται σε βάθος χρόνου (αιώνων συγκεκριμένα), αφετέρου μπαίνει στον κόπο να δημιουργήσει χαρακτήρες που ενεργούν με βάση τη λογική και δεν παραδίδονται αμαχητί στις slasher διαθέσεις των δημιουργών. Δυστυχώς, όμως, ο συναισθηματικός της πυρήνας, η ερωτική σχέση που τροφοδοτεί όλον αυτόν τον αγώνα για σωτηρία, δεν λειτουργεί όσο ιδανικά θα έπρεπε, κυρίως λόγω της λειψής χημείας των ηθοποιών. Κατά τ΄ άλλα, όμως, οι χαρακτήρες είναι διακριτοί μεταξύ τους, τους δίνεται ένα τόσο-όσο βάθος, ώστε το να επιδείξει έστω ένα ελάχιστο ενδιαφέρον για την μοίρα τους, με αποτέλεσμα η ζυγαριά να γέρνει -έστω και ελαφρά- υπέρ της ταινίας.
Σκηνοθετικά, η Janiak μπορεί να μην ενθουσιάζει, αλλά σίγουρα παραδίδει μερικές ενδιαφέρουσες σκηνές αγωνίας και ευφάνταστων δολοφονιών που αναζωογονούν το ενδιαφέρον των θεατών, ενώ υπάρχουν και μερικά σημεία στα οποία επιδίδεται σε ένα παιχνιδιάρικο μοντάζ. Κυρίως, όμως, είναι το σενάριο, επίσης της Janiek, το οποίο δημιουργεί μια απειλή που φαντάζει πραγματικά ανίκητη, αφήνοντας ελάχιστα (έως μηδαμινά) περιθώρια για σωτηρία και δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο προσδοκίες για ακόμα πιο αιματηρές συνέχειες.
Δίχως να ανακαλύπτει τον τροχό των slasher ταινιών, η πρώτη προσθήκη της εκκεντρικής τριλογίας του Fear Street αγκαλιάζει πρόθυμα κάθε γνώριμο κλισέ και τιμά μια σειρά αγαπημένων ταινιών τρόμου. Έτσι, σίγουρα μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη πρωτοτυπίας, αλλά ο σεβασμός στη νοημοσύνη των θεατών (τουλάχιστον, συγκριτικά με τη μέση ταινία τρόμου), η αισθητική του αρτιότητα, μερικές αναπάντεχες εξελίξεις και κάποιες αιματοβαμμένες σκηνές, διαμορφώνουν μια προβλέψιμη μεν, αλλά απολαυστική εμπειρία – ένα b-movie που δεν θα σας αλλάξει τη ζωή, αλλά θα προσφέρει μια δόση ενοχής(;) απόλαυσης.