Σ’ ένα ταλαίπωρο κινηματογραφικό σύμπαν, όπως εκείνο του DCEU, η σόλο ταινία του Flash κερδίζει άνετα την πρωτιά σε εκείνες με την πιο ταραγμένη παραγωγή. Από το 2016, όταν δηλαδή ξεκίνησαν οι συζητήσεις για την ταινία, πέρασαν από την δημιουργική ομάδα ένα κάρο συντελεστές. Οι Phil Lord & Chris Miller, οι αρχιτέκτονες του Spider-Verse, έγραψαν έναν πρώτο «σκελετό» της ταινίας, την οποία υποτίθεται ότι θα σκηνοθετούσε ο Seth Grahame-Smith. Τα σχέδια ναυάγησαν, νέος σκηνοθέτης ανέλαβε προσωρινά ο Rick Famuyiwa για να παραδώσει τελικά την σκυτάλη στους John Francis Daley και Jonathan Goldstein, οι οποίοι δεν άργησαν να παραιτηθούν με αποτέλεσμα τα σκηνοθετικά καθήκοντα να καταλήγουν τελικά στον Andy Muschietti της διλογίας It. Με άλλα λόγια, το γεγονός και μόνο οτι τελικά κυκλοφόρησε η ταινία αποτελεί από μόνο του ένα μικρό θαύμα, γεγονός που εξηγεί όμως το εξαιρετικά προβληματικό τελικό αποτέλεσμα.
Στο πρώτο μέρος της ταινίας, μέχρι δηλαδή να εμφανιστεί ο Batman του Michael Keaton, η ταινία καταφέρνει να αφήσει θετικές εντυπώσεις. Οι ερμηνείες του Ezra Miller είναι καταπληκτικές, αφού καταφέρνει να αποδώσει δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου χαρακτήρα με ιδιαίτερη ευκολία και άνεση, αν και μάλλον οι εξω-κινηματογραφικές του πράξεις χαντακώνουν το αδιαμφισβήτητο χάρισμά του, ενώ εξίσου ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται και η σκηνοθεσία του Muschietti, ο οποίος εισάγει αρκετές δόσεις άβολου (και γι’ αυτό ταιριαστού στην περίπτωση του Barry Allen) χιούμορ, προσδίδοντας ένα αναγνωρίσιμο ύφος στην ταινία. Μάλιστα, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η έμφαση που δίνεται στις επιπτώσεις των δυνάμεων του Barry στην καθημερινότητά του, όπως η ανάγκη για κατανάλωση πάρα πολλών θερμίδων, που εδώ προσφέρει αφορμή για φρέσκο χιούμορ που δεν συναντάμε συχνά σε τέτοιου είδους ταινίες. Στα θετικά μπορεί να προσμετρηθεί η σχετικά πρωτότυπη χρήση του ταξιδιού στο χρόνο για την μη γραμμική παρουσίαση ενός origin story, αλλά και το φινάλε, το οποίο είναι σκοτεινό, παρά την χαριτωμενιά που του προσδίδει η εμφάνιση ενός χαρακτήρα.
Δυστυχώς όμως, κάπου εκεί σταματάει κάθε τι καλό για την ταινία με τα προβλήματα να αναδύονται δίχως σταματημό. Οι ερμηνείες είναι στην καλύτερη αδιάφορες (μεγάλο πλήγμα η απώλεια του Billy Crudup από τον ρόλο του πατέρα του Barry) και στην χειρότερη δίνουν την αίσθηση πως τα διάφορα cameos ούτε καν βρέθηκαν στο ίδιο σετ με τους υπόλοιπους ηθοποιούς (αν αργότερα αποκαλυφθεί πως Michael Shannon έστειλε το ψηφιακό του ολόγραμμα δεν θα μου προξενούσε την παραμικρή έκπληξη) και οι δραματικές στιγμές, ενώ δυνητικά έχουν ενδιαφέρον, αποδίδονται σαν κακοφτιαγμένη τηλεοπτική σαπουνόπερα.
Βέβαια, η μεγαλύτερη πληγή της ταινίας είναι δίχως αμφιβολία τα ψηφιακά εφέ. Σίγουρα, τα παρασκηνιακά προβλήματα και οι διαδοχικές αλλαγές που χρειάστηκαν να γίνουν φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για το ντροπιαστικό οπτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, αυτή η παραδοχή δεν κάνει περισσότερο υποφερτή την μονίμως ψηφιακή στολή του Flash, τον Batman του Ben Affleck που ανάθεμα κι αν μισό εκατοστό του δέρματός του είναι αληθινό όσο φοράει τη στολή ή τα εφιαλτικής αισθητικής σύμπαντα που παρελαύνουν στο τέλος της ταινίας, συνεισφέροντας τα μέγιστα στη δημιουργία ενός κακόγουστου πανηγυριού. Και αν για όλα αυτά, η περιπλοκότητα των εφέ θα μπορούσε να αποτελέσει μια σχεδόν πειστική δικαιολογία (διότι πράγματι το αποτέλεσμα φαντάζει τρομερά περίπλοκο και πιθανότατα υπό άλλες συνθήκες, οι ενδιαφέρουσες οπτικές ιδέες να αναδεικνύονταν καλύτερα), το βαρέλι πιάνει πάτο κυριολεκτικά στην τελευταία σκηνή της ταινίας, όσο ο Barry αναμένει να εμφανιστεί ένας παλιός γνώριμος, με τους ανθρώπους που γεμίζουν το φόντο να είναι φανερά ψηφιακοί! Πράγματα τόσο απλά όσο οι κομπάρσοι αφέθηκαν στην ψηφιακή τους μοίρα και αντί να ζωντανεύουν τον κόσμο της ταινίας, την βυθίζουν ακόμα περισσότερο στην άβυσσο της κακοτεχνίας.
Δεν χωρά αμφιβολία πως η ταινία ήταν εξαρχής καταδικασμένη να αποτύχει. Πέρα από τα εσωτερικά προβλήματα που κλήθηκε να υπερβεί, όφειλε να λειτουργήσει ως μια ελαφριά επανεκκίνηση του υπερηρωικού σύμπαντος της DC. Συνεπώς, τα όποια θετικά στοιχεία της είναι δύσκολο να επιπλεύσουν στην επιφάνεια, καταλήγοντας τελικά στον πάτο, μαζί με την υπόλοιπη ταινία. Η νοσταλγία ίσως χρυσώσει το χάπι για μερίδα του κοινού, αλλά η σκληρή πραγματικότητα είναι μία: η ταινία έπρεπε να επιτελέσει ένα σωρό αποστολές υπό δυσμενείς συνθήκες, οπότε πρακτικά το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Αυτό όμως, δεν σημαίνει πως είναι και καλό. Σε ένα εναλλακτικό σύμπαν, η σόλο ταινία του Flash θα ήταν μια ξεκαρδιστικά σουρεαλιστική κωμική περιπέτεια όπου η μόνη του αποστολή είναι να… φάει. Σε αυτό το σύμπαν όμως, το τελικό προϊόν θέλει να είναι τα πάντα και τελικά καταφέρνει πολύ λιγότερα.