Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι θα συνέβαινε, εάν η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης συνδυαζόταν- ή μάλλον «αναμειγνυόταν» σ’ ένα μαγειρικό σκεύος- με τις γαστρονομικές ανησυχίες που ο καθένας από εμάς κρύβει μέσα του; Εκ πρώτης όψεως, μία τέτοια απορία ίσως φαντάζει παράλογη, άνευ σημασίας. Κι όμως, το Flux Gourmet, η νέα ταινία του ανατρεπτικού, προβοκάτορα βρετανού σκηνοθέτη Peter Strickland, διερευνά, με τραγελαφικά μέσα, που αγγίζουν τα όρια της παρωδίας, τα σημεία τομής μεταξύ Τέχνης και Γαστρονομίας.
Το Sonic Catering Institute συνιστά ένα ιδιωτικό πολιτιστικό κέντρο, που, ωστόσο, παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες. Εντός του, φιλοξενείται, κατόπιν προσεκτικής επιλογής από μέρους της φαινομενικά περιχαρούς, μα κατά βάση επικριτικής διευθύντριας (Gwendoline Christie) κάθε μήνα κι από μία καλλιτεχνική κολεκτίβα, η οποία πειραματίζεται με τους ηλεκτρονικούς ήχους που είναι δυνατόν να παραχθούν από τη μαγειρική διαδικασία. Η ταινία διηγείται την προετοιμασία μίας κολεκτίβας τριών ατόμων, στην πορεία τους προς την παρουσίαση εναλλακτικών, τολμηρών art performances. Όσο πιο σοκαριστικό, ανατρεπτικό και τολμηρό είναι το stage act, τόσο μεγαλύτερη απήχηση προσδοκούν ότι θα έχουν οι δημιουργοί. Ωστόσο, καθώς εκτυλίσσεται η πλοκή, σταδιακά ξεπροβάλλουν στην επιφάνεια υποβόσκουσες εχθρότητες, μυστικά, νέες, απρόσμενες δυναμικές ανάμεσα σε χαρακτήρες, μία απροσδιόριστη ένταση εν γένει, τόσο στον στενό κύκλο της καλλιτεχνικής ομάδας, όπου η εμπνευστής της, Elle, επιθυμεί να ξεχωρίσει, ανακηρύσσοντας, επηρμένη, τον εαυτό της ως αρχηγό, προς δυσαρέσκεια των άλλων δύο μελών, όσο και ευρύτερα, μεταξύ των υπολοίπων διαμενόντων στο ινστιτούτο.

Το φιλμ αποτελεί, κατ’ ουσίαν, εξερεύνηση της ευθραυστότητας που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Όπως ένα ανεπαίσθητο τεχνικό σφάλμα κατά την αναζήτηση της κατάλληλης ηχητικής συχνότητας είναι πιθανό να αποσυντονίσει το σύνολο μίας παρουσίασης, έτσι και ένα ξέσπασμα θυμού, μία κρίση ζήλιας, η εξωτερίκευση της συναισθηματικής μας φύσης στο ακατάλληλο, αδιάφορο να μας ακούσει άτομο, μπορεί να προξενήσει αγεφύρωτο χάσμα στις αλληλεπιδράσεις των προσώπων, κάποιες φορές με συνέπειες τραγικές.
Η πλοκή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πληθωρική, με έντονα στοιχεία σουρεαλισμού, μαύρου χιούμορ, σκηνές (ιδίως οι performances της κολεκτίβας) πρόθυμες να σοκάρουν, να οδηγήσουν σε αμήχανο γέλιο ή να προσλάβουν δραματικό ύφος. Ακόμα, επιθυμεί να εξερευνήσει αχαρτογράφητες περιοχές της σεξουαλικότητας, να φανερώσει μύχιες σκέψεις των χαρακτήρων και να προβληματίσει αναφορικά με τα όρια της τέχνης, εάν και κατά πόσο αυτή δύναται να τα ξεπεράσει ανεξέλεγκτα. Η διήγηση προσλαμβάνει ανάλαφρο τόνο, καθώς εξελίσσεται παράλληλα με το ανυπόφορο γαστρεντερικό πρόβλημα του πρωτοπρόσωπου αφηγητή Stones (Μάκης Παπαδημητρίου, Suntan), δημοσιογράφου του ινστιτούτου, ο οποίος δεν παραλείπει να επανέρχεται με έμφαση και λεπτομέρειες στην κατάσταση του εντέρου του.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, κρατούν ζωντανή μέχρι τέλους την προσοχή του θεατή, ακόμα κι εκείνου που θα κουραστεί από τις συνεχείς, ύστερα δε από κάποια στιγμή υπερβολικές, ανατροπές που επιφυλάσσει η πλοκή. Οι ηθοποιοί που επελέγησαν για τον εκάστοτε ρόλο, από τον εύστοχα αδιάφορο κι αιθεροβάμονα Asa Butterfield του Sex Education έως τον υποκρινόμενο πως αισθάνεται άνετα (μα με ένα διαρκώς άβολο βλέμμα) χαρακτήρα του Μάκη Παπαδημητρίου, είναι απολαυστικοί ερμηνευτικά, καλύπτουν ορισμένα κενά του σεναρίου.

Στο τεχνικό κομμάτι, η μουσική της ταινίας, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί δραματική σαν σύνθεση, τοποθετείται στα σημεία όπου η ιστορία κυλά με αργούς ρυθμούς, ενώ συνήθως διαπλέκεται με την αφήγηση του δυσκοίλιου Stones, τονίζοντας έτσι την πληθώρα κινηματογραφικών στυλ του εν λόγω φιλμ. Ακόμα, η χρήση των ηχητικών εφέ και η μίξη ήχου και εικόνας εν γένει συνιστά αξιοσημείωτη οπτικοακουστική εμπειρία, καθώς αναδεικνύεται η σεναριακή πρωτοτυπία, εκείνη της μουσικής που αναδύεται δια μέσου της μαγειρικής.
Καταληκτικά, το Flux Gourmet συνιστά ενδιαφέρον, διασκεδαστικό βίωμα, πολύχρωμη έκρηξη γεύσεων, καρυκευμάτων και συναισθημάτων, που κυμαίνονται αμέτρως από την ευθυμία έως και την δυσαρέσκεια του θεατή. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έργο γεμάτο με πειραματισμούς, πρωτότυπο στη θεωρία, που όμως ενδεχομένως αποτυγχάνει να «δέσει», να ομογενοποιηθεί πλήρως κατά την εκτέλεση της συνταγής.