Μα, είναι ποτέ δυνατόν να αγγίξει το εθιστικά επικό μεγαλείο του Fury Road; Θα καταφέρει η καλοαναθρεμένη και αριστοκράτισσα Anya Taylor-Joy να ανταποκριθεί στο ρόλο της Furiosa, που ερμήνευσε με σιωπηλή οργή και δολοφονικό βλέμμα η Charlize Theron; Και φυσικά, γιατί τόσα ψηφιακά εφέ βρε παιδιά; Αυτά ήταν τα ερωτήματα που συνόδευαν την κυκλοφορία του νέου δυστοπικού οράματος του George Miller και δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν. Ωστόσο, μην βιαστείτε να υποτιμάται το νέο έπος του αγαπημένου μας σκηνοθέτη.
Μπορεί η Anya Taylor Joy να δυσκολεύεται να μας πείσει πως πρόκειται για το ίδιο αγρίμι που ερμήνευσε η Charlize Theron∙ τα γιγαντιαία, υγρά μάτια της είναι πολύ πιο εκφραστικά απ’ όσο έχει ανάγκη ο ρόλος και η αμήχανα ψιλόλιγνη κορμοστασιά της δεν φαίνεται να εξυπηρετεί ιδιαίτερα το είδος της δράσης. Ωστόσο, για καλή μας τύχη, ο ρόλος της Furiosa καταλήγει να είναι περισσότερο περιφερειακός απ’ όσο υπόσχεται ο τίτλος της ταινίας (σαν την περίπτωση του Mad Max στο Fury Road δηλαδή). Η ψυχή της ταινίας, ο χαρακτήρας που αφήνει τη σφραγίδα του, όντας και πιο πολυλογάς, είναι εκείνος του Dr. Dementus που ερμηνεύει ο Chris Hemsworth (Thor: Love & Thunder, Spiderhead). Ο ηθοποιός κάνει φιλότιμες προσπάθειες να χτίσει έναν αξιομνημόνευτο ανταγωνιστή, υιοθετώντας τη φωνή του Tom Hardy ως Bane και την παράνοια ενός ρόλου σαν τον Joker, ωστόσο η γελοία προσθετική μύτη που τον μετατρέπει περισσότερο σε έναν κλόουν της σειράς παρά σε έναν ανατριχιαστικό, σαλεμένο μαζοχιστή που αναζητάει στον πόνο την απόδειξη πως είναι ζωντανός, γκρεμίζει οποιαδήποτε προσπάθεια να τον πάρεις στα σοβαρά. Εξίσου ατυχής επιλογή και ο Tom Burke σε έναν ρόλο που επιχειρεί μάταια να αντικαταστήσει το κενό που αφήνει η απουσία του τρελό-Μαξ.
Σεναριακά, και αυτό είναι προς τιμήν τους, οι George Miller και Nico Lathouris, απομακρύνονται από τη λογική του Fury Road και αφηγούνται την ιστορία της Furiosa σε πέντε κεφάλαια, ξεκινώντας από την παιδική της ηλικία, όταν και την απήγαγαν από την Πράσινη Κοιλάδα των Πολλών Μητέρων για να φτάσουν κυριολεκτικά μερικά λεπτά πριν το Fury Road. Όπως ειπώθηκε και νωρίτερα όμως, η οδύσσεια της Furiosa δεν φαίνεται να ενδιαφέρει πραγματικά τους σεναριογράφους, οι οποίοι αφιερώνουν σημαντικό χρόνο στις συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορες δυναστείες που εξουσιάζουν τις μικρές κοινότητες της ερήμου. Πιθανότατα, μια προσέγγιση αλα Game of Thrones, με την ιστορία της Furiosa στο φόντο, σαν ένα κλείσιμο του ματιού για τους λάτρεις του franchise, να το ανανέωνε ριζικά -σίγουρα περισσότερο από μια ακόμη ιστορία εκδίκησης- και να δικαιολογούσε καλύτερα τον φαφλατάδικο χαρακτήρα του σεναρίου, ο οποίος σε σημεία βάζει φρένο στον καταιγιστικό ρυθμό.
Βέβαια, το πιο ισχυρό όπλο της ταινίας και εκείνο που την αναβαθμίζει σε όχι μόνο μια απολαυστική Mad Max ταινία, αλλά ένα blockbuster που θα ζήλευαν πολλοί νεότεροι συνάδελφοι του Miller, είναι η σκηνοθεσία του. Οι σκηνές δράσεις παραμένουν εντυπωσιακές, δίχως στάλα αποπροσανατολισμού, ακόμα και όταν επί της οθόνης συντελείται ένας μικρός χαμός, τα οχήματα που σκαρφίζονται ο Miller και η ομάδα του προκαλούν δέος για τη δημιουργικότητά τους, ενώ η επέκταση του κόσμου και το κομιξικό όραμα του Miller, παραμένει ακαταμάχητο, μία όαση έμπνευσης στις ερημιές του σύγχρονου Hollywood. Υπό αυτή την έννοια, η έντονη παρουσία των ψηφιακών εφέ, μπορεί να κλωτσάει ελαφρώς στο μάτι, λειαίνοντας την αιχμηρότητα του δυστοπικού τοπίου, αλλά εν τέλει βοηθάει τον παραμυθά Miller να ζωντανέψει έναν κόσμο τεράστιας κλίμακας που ξεχειλίζει από ιδέες, οι οποίες θα κόστιζαν υπερβολικά αν υλοποιούνταν με πρακτικά εφέ.
Σίγουρα πιο άνιση από τον προκάτοχο της, αλλά και πάλι μια ποιοτικότατη ταινία δράσης που πολλοί θα ήθελαν να στολίζει τη φιλμογραφία τους, η Furiosa μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία Mad Max, αλλά παραμένει μια δημιουργία με όραμα, ένα είδος ταινίας που όσο περνάει ο καιρός βλέπουμε όλο και λιγότερο. Ας την απολαύσουμε λοιπόν τώρα που μπορούμε, ακόμα και με τις ατέλειές της.