Το Ghost Dog: The Way of the Samurai, το κοντινότερο που έφτασε ποτέ ο Jim Jarmusch (Only Lovers Left Alive) στο να κάνει μια mainstream ταινία είδους, είναι ένας φόρος τιμής του σκηνοθέτη, αφενός στο φιλμ – νουάρ, αφετέρου στον τρόπο ζωής και τον κώδικα ηθικής των Samurai. Αναπόφευκτα, σημεία αναφοράς της ταινίας θα είναι δύο παλαιότερα φιλμ όπου οι δύο αυτές πηγές έμπνευσης του Jarmusch συναντήθηκαν κι έδωσαν ένα αριστουργηματικό αποτέλεσμα: το Le Samurai (1967) του Jean–Pierre Melville με τον Alain Delon και το ιαπωνικό νουάρ Branded to Kill (1967) του Seijun Suzuki, μια μείξη των οποίων θα μπορούσε να είναι το έργο του ανεξάρτητου Αμερικανού δημιουργού.
Ένας εκτελεστής (Forest Whitaker) ο οποίος ζει σύμφωνα με τον κώδικα των samurai, δουλεύει για τη μαφία και βρίσκεται σε δεινή θέση όταν η τελευταία του δουλειά δεν πηγαίνει σύμφωνα με το σχέδιο. Τώρα πρέπει να βρει τρόπο να σώσει τη ζωή και την τιμή του ενώ ταυτόχρονα παραμένει πιστός στον κώδικα ηθικής με τον οποίο έχει μάθει να ζει.

Παρ’ όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, αν αυτό που περιμένετε να δείτε ξεκινώντας την προβολή του Ghost Dog είναι ένα γκανγκστερικό νουάρ σαν όλα τα άλλα, τότε μάλλον θα απογοητευθείτε, καθώς ο Jarmusch χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του είδους προκειμένου να μιλήσει για κάτι άλλο: την επικοινωνία ανάμεσα σε κουλτούρες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, που όμως μπορούν να έρθουν σε συνεννόηση. Θέμα που τονίζεται μέσα από ευφάνταστα ευρήματα, όπως αυτό του παγωτατζή ο οποίος δε γνωρίζει αγγλικά αλλά καταφέρνει να συνεννοηθεί με τον πρωταγωνιστή, αλλά και την ίδια τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα, ο οποίος είναι Αφρο-αμερικανός που ζει στο New Jersey, λατρεύει την ιαπωνική κουλτούρα και δουλεύει για λογαριασμό της ιταλικής μαφίας.
Αλλά και το σκηνοθετικό ύφος του Jarmusch βρίσκεται πολύ μακριά από τους καταιγιστικούς ρυθμούς των ταινιών δράσης, των γκανγκστερικών φιλμ και του νουάρ. Η ταινία του δείχνει να αντλεί το ρυθμό της περισσότερο από τις ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη Yasujiro Ozu, παρά από τα παραπάνω είδη. Έτσι, δεν αποκλείεται το φιλμ να ξενίσει εκείνους που θα το δουν δίχως να περιμένουν κάτι τόσο βραδυφλεγές και υπαινικτικό. Είναι, όμως, τόσο ικανός στη διαχείριση του ρυθμού ο Jarmusch, ώστε δεν μπορείς να πειράξεις καρέ από την ταινία του δίχως να απειληθεί ολόκληρο το φιλμικό οικοδόμημα. Όπως οι samurai που τιμά ο πρωταγωνιστής του, έτσι και ο σκηνοθέτης επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία.

Ο Forest Whitaker, ο οποίος κουβαλά την ταινία πάνω του, δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Είναι αρκετά λιγομίλητος και πειστικός ως επαγγελματίας δολοφόνος, ταυτόχρονα όμως δεν έχει πάνω του ίχνος ρομαντικοποίησης. Μπορεί να διαβάζει, να φροντίζει περιστέρια και να κάνει βόλτες στο πάρκο, όμως παραμένει ένας άνθρωπος που μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να μετατραπεί σε βίαιο εκτελεστή και αυτή την εύκολα διαταρασσόμενη ισορροπία ο ηθοποιός την αποδίδει στην εντέλεια. Εξαιρετικός είναι δίπλα του και ο Henry Silva, βετεράνος καρατερίστας του κλασικού και του νέου Χόλιγουντ, ειδικευμένος στις γκανγκστερικές ταινίες και τα νουάρ, ο οποίος εδώ, ταιριαστά, υποδύεται βεβαίως τον αρχι – μαφιόζο.
Στο Ghost Dog: The Way of the Samurai ο Jim Jarmusch, ανάμεσα στον Ozu και τον John Woo, τον Melville και τον Suzuki, παίζει με τις συμβάσεις δύο αγαπημένων του (και μας) κινηματογραφικών ειδών, του νουάρ και των yakuza films, παραμένει όμως συνεπής στο χειροποίητο ύφος και την εκφραστική απλότητα που τον χαρακτηρίζει σαν δημιουργό. Εξακολουθεί να αποτελεί οξυδερκή παρατηρητή της ανθρώπινης φύσης, των συναρπαστικών αντιφάσεων που τη χαρακτηρίζουν και της γοητευτικής βλακείας του είδους μας που τόσο όμορφα φέρνει στην επιφάνεια μέσα από τις ιστορίες του.