Πολλά έχουν συμβεί από τότε που το Guardians of the Galaxy έσκασε στις οθόνες μας το 2014, αλλάζοντας για πάντα την παγκόσμια ποπ κουλτούρα. Με το πρώτο του υπερηρωικό πρότζεκτ, o James Gunn δημιούργησε μία από τις πιο φρέσκες ταινίες του genre, επιστρατεύοντας τη βαθιά κατανόησή του για το είδος και την αστείρευτη ικανότητά του για στιβαρό character building. Ο τετραπέρατος σκηνοθέτης θεμελίωσε την κοσμική πλευρά του MCU, εγκαινίασε μια νέα εποχή καλαμπουρτζίδικων blockbuster, και δημιούργησε μια νοσταλγική εμμονή με την δεκαετία του ’80 που ακόμη ζει και βασιλεύει.
Από τότε, έχουν αλλάξει πολλά: το υπερηρωικό σινεμά γιγαντώθηκε, με κάθε νέα ταινία του είδους να αποτελεί μια ακόμη πιο δυσκίνητη συλλογή από αναφορές και easter eggs. Ο ίδιος ο Gunn απολύθηκε από τη Marvel στις αρχές του 2018, για να ξαναπροσληφθεί ένα χρόνο αργότερα. Και μια σειρά από πολέμους, πανδημίες, καταστροφές και αμφιλεγόμενες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν στρέψει τον κόσμο μας σε ολοένα πιο σκοτεινά και αβέβαια μονοπάτια.

Αυτό είναι περίπου και το DNA του Guardians of the Galaxy Vol.3: Σε μια εποχή που τα υπερηρωικά φιλμ δείχνουν να καταρρέουν κάτω από το ίδιο τους το βάρος, το νέο φιλμ του Gunn θυμίζει κύκνειο άσμα για τη χρυσή εποχή των κινηματογραφικών υπερηρώων, έτσι όπως καθορίστηκε από τον ίδιο μια δεκαετία νωρίτερα. Ο δαιμόνιος σκηνοθέτης μοιάζει εδώ να κλείνει ένα κεφάλαιο που ίδιος άρχισε, όχι μόνο στις ιστορίες των πρωταγωνιστών του, αλλά και στην ιστορία της ποπ κουλτούρας γενικότερα. Και το κάνει, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει εντελώς από το βάρος που συσσωρεύτηκε στο ενδιάμεσο. Για να καταλάβει κανείς πλήρως το Guardians of the Galaxy vol. 3, πρέπει να εχει παρακουλουθησει τουλάχιστον άλλες έξι ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, πράγμα που τραυματίζει την αυτοτέλεια της τριλογίας -ενώ το σενάριο αποτελεί ακόμη ένα δαιδαλώδες μαρβελικό κατασκεύασμα, γεμάτο αναρίθμητες υποπλοκές, πολλαπλά timelines και δεκάδες χαρακτήρες. Αυτός είναι και ο λόγος που το κατόρθωμα του Gunn είναι εδώ τόσο εντυπωσιακό∙ παρά το ασήκωτο βάρος της κληρονομιάς του, το Guardians of the Galaxy Vol.3 καταφέρνει να είναι το καλύτερο υπερηρωικό φιλμ των τελευταίων ετών.

Χρόνια μετά τις τελευταίες τους περιπέτειες, οι Φύλακες του Γαλαξία έχουν εγκατασταθεί στην πρώην μεταλλευτική αποικία του Πουθενά, και έχουν ιδρύσει μια μικρή κοινωνία περιθωριακών και αλλόκοτων χαρακτήρων. Συντετριμμένος από την μοίρα της Gamora, ο Star-Lord περνάει τις ημέρες του μεθυσμένος και απόμακρος -ώσπου μία απρόσμενη επίθεση στην καρδιά της νέας τους πατρίδας θα υποχρεώσει την ομάδα να επιστρέψει στη δράση, και να σώσει τον γαλαξία μια τελευταία φορά.
Αντηχώντας την κατάσταση του κόσμου μας αλλά και του υπερηρωικού είδους, οι χαρακτήρες του Gunn είναι εδώ κουρασμένοι και γερασμένοι, αδυνατώντας να κρύψουν τις όλο και πιο χάσκουσες πληγές τους. Ο δαιμόνιος σκηνοθέτης αποχαιρετά προς στιγμήν το χαρμόσυνο στιλ του και κοιτά στα μάτια τις τραυματικές εμπειρίες των ηρώων του, χωρίς να καταφεύγει ασταμάτητα σε καλαμπούρια. Ως αποτέλεσμα, το φιλμ καλείται να ισορροπήσει μιάμιση ντουζίνα χαρακτήρες με απόλυτη ειλικρίνεια, και το καταφέρνει με αξιοθαύμαστα περίτεχνο τρόπο. Χάρη στις αναρίθμητες καθυστερήσεις της παραγωγής, ο Gunn είχε την ευκαιρία να φινιρίσει το σενάριό του, αποδεικνύοντας πως ένα τελειοποιημένο υπερηρωικό script μπορεί να αποτελεί μία από τις πιο καλοκουρδισμένες ιστορίες που έχει να προσφέρει η χολιγουντιανή μηχανή.

Γιατί 10 ολόκληρα χρόνια μετά, ο Gunn δεν είναι απλώς πιο κυνικός και κουρασμένος∙ όπως και οι πρωταγωνιστές μας, ο Αμερικάνος δημιουργός έχει τελειοποιήσει εδώ τις τεχνικές του. Αυτό το περίεργο συνονθύλευμα πειρατών, κωμωδίας, υπερηρώων, και slice-of-life ευαισθησίας (που ομολογουμένως θα έπρεπε να υπάρχει σε περισσότερες ταινίες), είναι εδώ πρακτικά αψεγάδιαστο, με τον Gunn να έχει ξεφορτωθεί τις εμμονές του, να έχει μεγιστοποιήσει τις ικανότητές του, και να ξέρει ακριβώς τι θέλει να πετύχει, παραδίδοντας άρτια κατασκευασμένο emotional manipulation αλλά και μερικούς από τους πιο καλογραμμένους χαρακτήρες που έχουμε δει ποτέ στο υπερηρωικό σινεμά.
Σε συνδυασμό με το οσκαρικού επιπέδου μοντάζ των Greg D’Auria και Fred Raskin, αλλά και την καλύτερη playlist που μας έχει προσφέρει μέχρι τώρα αυτό το τραγουδιάρικο φραντσάιζ, ο Gunn και η παρέα του μας παραδίδουν την πιο εντυπωσιακή κινηματογράφηση της φιλμογραφίας τους, τις πιο συναρπαστικές σκηνές δράσης της σειράς, αλλά και μερικές από τις πιο συγκινητικές στιγμές του genre – θεμελιώνοντας το GotG ως την πιο σταθερά ποιοτική υπερηρωική τριλογία όλων των εποχών. Γεμάτο γλύκα και πικρία, το κλείσιμο της ταινίας αποχαιρετά τους Millenials και τους Gen-Zers που μεγάλωσαν με τους «Φύλακες», σε μια δακρύβρεχτη πανδαισία ήχων και εικόνων που καταφέρνει κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για το υπερηρωικό είδος: να μας παραδώσει ένα ευαίσθητο, συναισθηματικό, ικανοποιητικότατο φινάλε στην ιστορία των πρωταγωνιστών του.

Ένα γλυκόπικρο τέλος λοιπόν, ραφιναρισμένο στην εντέλεια από το σπουδαιότερο δημιουργικό μυαλό του είδους. Και ποιος ξέρει; Κάθε τέλος είναι μια καινούρια αρχή και, αν η επερχόμενη δουλειά του Gunn στην DC έχει έστω και λίγο από την ψυχή των Guardians, το υπερηρωικό σινεμά ίσως να έχει ακόμη μία αναγέννηση μπροστά του.