Έχουν περάσει σχεδόν 140 χρόνια από τότε που ο Carlo Collodi σκαρφίστηκε την ιστορία του Πινόκιο, του ξύλινου αγοριού που ονειρεύεται να γίνει άνθρωπος. Στην πορεία για την ενηλικίωση, η εμβληματική μαριονέτα του Collodi μαθαίνει να ακολουθεί τους κανόνες και να υπακούει τους μεγαλύτερούς του, σε μια διδακτική παραβολή που συνεχίζει να είναι δημοφιλής μέχρι τις μέρες μας. Ο Guillermo del Toro, ο μεξικανός αρχι–παραμυθάς του Χόλιγουντ, μας διηγείται σήμερα τη δική του εκδοχή της ιστορίας και στην πορεία συλλογίζεται τη ζωή, το θάνατο, και σύσσωμη την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνική ηθική.

Ο μαστρο-Τζεπέτο είναι ένας φιλήσυχος ξυλουργός που περνάει τις μέρες του με τον πολυαγαπημένο του γιο. Οι δυο τους είναι αχώριστοι και τρισευτυχισμένοι, δουλεύοντας σκληρά στο εργαστήρι τους τη μέρα, και λέγοντας χαρούμενα τραγούδια τη νύχτα. Όταν ξεσπάσει ανελέητος ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Τζεπέτο θα χάσει το γιό του σε έναν άδικο βομβαρδισμό – και συνετριμμένος, θα στραφεί σε μια ζωή κατάθλιψης, αλκοολισμού και απομόνωσης.
Χρόνια αργότερα, σε μια έκρηξη δημιουργικής οργής, ο γερο-Τζεπέτο θα πιάσει το καλέμι του μια τελευταία φορά και θα σκαλίσει τον Πινόκιο, μια μακάβρια αναπαραγωγή του νεκρού γιου του – και όταν η μαριονέτα έρθει στη ζωή με τη μορφή ενός ενοχλητικού μα καλόκαρδου αγοριού, η ζωή του Τζεπέτο θα αλλάξει για άλλη μια φορά…

Η ιστορία του Πινόκιο, με τη ρετρό αισθητική και τα γκροτέσκα επίπεδα ανάγνωσης, τα τρομακτικά τσίρκα και τα απόκοσμα τέρατα, ταιριάζει γάντι στις ευαισθησίες του Del Toro – ίσως μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό. Ο συμπαθής δημιουργός μοιάζει γεννημένος να μας προσφέρει τη δικιά του εκδοχή της μαριονέτας που μιλάει, προσθέτοντας φυσικά, και την προσωπική του σφραγίδα. Περιβόητα εικονοκλαστικός, ο Del Toro αντιστρέφει το δίδαγμα της ταινίας και εξερευνά το ρόλο ιστοριών σαν και του Pinocchio σε καταπιεστικά συστήματα όπως ο καθολικισμός, ο καπιταλισμός και ο φασισμός. Ολομόναχος σε έναν τρομακτικό κόσμο και έρμαιο των δυνάμεων που προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν, ο Πινόκιο του Del Toro δεν βρίσκεται αντιμέτωπος με μεταφορικές σειρήνες που καλείται να αγνοήσει, αλλά με τις αντικρουόμενες ιδεολογίες των συστημάτων που προσπαθούν να τον χειραγωγήσουν. Η πορεία προς την ενηλικίωση δεν είναι εδώ η παραδοσιακά θρησκευτική “καταπίεση των ανθρώπινων ορμών”, αλλά η δημιουργία μίας ανεξάρτητης προσωπικότητας, ενάντια στα συμφέροντα των ισχυρών. Καταπιεσμένος από την εκκλησία, φορτωμένος με τα τραύματα του πατέρα του, φυλακισμένος από την κυβέρνηση του Μουσολίνι και εγκλωβισμένος από τη διαφθορά του αφεντικού του, ο Πινόκιο βρίσκει παρηγοριά μόνο στα πρόσωπα των συγκρατουμένων του και με τη βοήθειά τους καταφέρνει να λύσει τα δεσμά του, και να πάρει τη δικά του θέση στον κόσμο.

Και το αποτέλεσμα είναι… ανάμεικτο. Για κάθε τρυφερή στιγμή, υπάρχει μια γλυκερή στιχομυθία που αντηχεί σαν διδαχή. Για κάθε σκηνοθετικό χατ τρικ (το Pinocchio είναι με διαφορά η πιο εντυπωσιακή από τις πρόσφατες stop-motion προσπάθειες του Netflix) υπάρχει ένα άχαρο μουσικό νούμερο. Και για κάθε απολαυστικά σαρδόνια κωμική σκηνή (σαν άλλος φρανκενστάιν, ο Τζεπέτο τρέχει να σωθεί από το τερατούργημα που δημιούργησε), υπάρχει μια θορυβώδης, αποπροσανατολιστική σκηνή δράσης. Ο Del Toro, ανυπόμονος να μας μιλήσει για την τέχνη, τη ζωή, το θάνατο, την ύπαρξη, τη σόου-μπιζ, την οικογένεια, το φασισμό, τον πόλεμο, την εκμετάλλευση και ένα τσουβάλι άλλα πράγματα, ξεχνάει τελικά να βάλει φρένο στη διήγησή του – και δημιουργεί μια ταινία που, αν και καλοπροαίρετη, είναι αδιαμφισβήτητα παραφουσκωμένη.

…και αυτή είναι τελικά η μεγαλύτερη παγίδα για παραμυθάδες σαν και τον Del Toro – όπως ο Tim Burton και ο Terry Gilliam πριν από αυτόν, ο Del Toro δείχνει πλέον αιχμάλωτος των ίδιων του των εμμονών: Οι πρόσφατες δουλειές του θυμίζουν παραληρήματα για σκοτεινά τσίρκα και γκόθικ δολοφονίες, θλιμμένους πατεράδες και καθολικούς ιερείς, αποκρυφιστικά ξόρκια και ανθρωπόμορφα τέρατα, που όμως ελλείπονται της χάρης και της πληρότητας των κορυφαίων δημιουργιών του. Ο Pinocchio του Del Toro είναι ένα άριστα σκηνοθετημένο και πολυεπίπεδο παραμύθι, που όμως δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, ούτε στο απόγειο της φιλμογραφίας του δημιουργού του∙ και τελικά, όπως και ο Πινόκιο αφότου έχει γευτεί την γλυκόπικρη αλήθεια της ζωής, οι θεατές αφήνουν την αίθουσα πελαγωμένοι, και γεμάτοι με ανάμεικτα συναισθήματα.