Halloween (2018): Σαράντα χρόνια μετά ένας κύκλος βίας ολοκληρώνεται

Μια από τις πιο ταλαιπωρημένες σειρές ταινιών είναι δίχως αμφιβολία εκείνη του Halloween. Η επιτυχία της πρώτης ταινίας του Carpenter είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άλλων εφτά συνεχειών και δύο ριμέικ από τον Rob Zombie. Φέτος, μετά από πολλαπλές αποτυχίες, άλλη μια ταινία έρχεται να αφηγηθεί τις περιπέτειες ενός από τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς δολοφόνους πιάνοντας την ιστορία σαράντα χρόνια από τα γεγονότα της ταινίας του ’78, με τον Michael Myers να βρίσκεται έγκλειστος σε μια ψυχιατρική κλινική. Όταν (για άλλη μια φορά) καταφέρνει να δραπετεύσει, επιστρέφει ξανά στην “αγαπημένη” του κωμόπολη, όπου θα αρχίζει να δολοφονεί τα ανυποψίαστα θύματα του, ενώ θα βρεθεί αντιμέτωπος και με μια παλιά του γνώριμη, τη Laurie.

Εκείνος παραμένει απολύτως ανέκφραστος και αμίλητος, αφού ακόμα και τη στιγμή που δύο επισκέπτες εμφανίζουν τη μάσκα του, ο Michael δεν κάνει την παραμικρή κίνηση, δεν βγάζει τον ελάχιστο θόρυβο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους έγκλειστους της κλινικής που αρχίζουν να ουρλιάζουν, σε μια σκηνή που έχει κινηματογραφηθεί με συνεχόμενα κοντινά, δίνοντας από νωρίς μια κλειστοφοβική αίσθηση.

Εκείνη ζει απομονωμένη σε ένα άκρως προστατευμένο σπίτι, περιμένοντας υπομονετικά τη μέρα που θα μπορέσει να εκδικηθεί τον άνθρωπο που της άλλαξε τη ζωή. Αυτή η συμπεριφορά της όμως έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται από την οικογένεια της -και όχι μόνο- σαν φρικιό. Όχι άδικα, αφού η εμμονή της με εκείνη τη νύχτα είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει από την κόρη της κάθε ίχνος παιδικής ζωής, δημιουργώντας προβλήματα στη σχέση τους.

Μεγάλο μέρος της πλοκής στήνεται πάνω στον χαρακτήρα της Laurie με τον David Green Gordon να της προσδίδει μια μεταφυσική διάσταση, όπως ακριβώς έκανε ο Carpenter με τον Myers στην πρωτότυπη ταινία. Έτσι, του δίνεται η ευκαιρία να κάνει ουκ ολίγες αναφορές στο παρελθόν με τη διαφορά πως εδώ τα κλεισίματα ματιά εξυπηρετούν και ενισχύουν τη θεματική της ταινίας και όχι (μόνο) τη νοσταλγική εκμετάλλευση του θεατή.

Ο Gordon φαίνεται πως έχει μελετήσει καλά την ταινία του Carpenter εντοπίζοντας τις σκηνές εκείνες που θα μπορούσαν να του προσφέρουν υλικό για μια ενδιαφέρουσα ταινία του σήμερα. Ουσιαστικά, βασίζεται σε μια από τις πιο έντονες στιγμές της πρωτότυπης ταινίας και δημιουργεί έναν κόσμο όπου πλέον η βία έχει κανονικοποιηθεί και στο όνομα της αυτοπροστασίας είναι οι ίδιοι οι γονείς που οπλίζουν το χέρι των παιδιών τους (σε αντίθεση με την πρώτη ταινία, όπου σοκαρισμένοι ενήλικες άρπαξαν το μαχαίρι από τα χέρια του μικρού Michael).

Η σεναριακή προσέγγιση λοιπόν είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, συνεχίζοντας ιδανικά μια ιστορία που δεν μπορούσε να προχωρήσει αλλιώς (και τα τόσα αποτυχημένα σίκουελ είναι η απόδειξη). Παρ’ όλα αυτά, πολλοί χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται ομαλά και εμφανίζονται με μοναδικό σκοπό να θυσιαστούν στο βωμό ενός βίαιου θεάματος, ενώ επεξηγήσεις για το παρελθόν κάποιων χαρακτήρων δίνονται με επιεικώς απαράδεκτο τρόπο. Οι ελαφρές δόσεις χιούμορ συνήθως λειτουργούν, αλλά δεν είναι και λίγες αυτές που τοποθετούνται σε πραγματικά λάθος στιγμές.

Ερμηνευτικά, η Jamie Lee Curtis κουβαλά την ταινία. Κυκλοφορεί με το μακρύ, λευκό μαλλί της, θυμίζοντας κάποια τρελή γερόντισσα, αλλά στην πραγματικότητα δεν θες να τα βάλεις μαζί της. Με την ερμηνεία της καταφέρνει να εκφράσει όλες τις πλευρές του ρόλου της. Την υπερπροστατευτική μητέρα, αλλά και την εξαγριωμένη γυναίκα που ζητάει εκδίκηση.  Εξίσου σημαντική και η προσφορά του Michael Harrity ως Michael Myers. Αν και κρυμμένος πίσω από την γνώριμη, λευκή και αρκετά ταλαιπωρημένη μάσκα που προμηνύει μόνο δεινά, η κινησιολογία του προκαλεί φρίκη. Η βαριά ανάσα, ο αργός βηματισμός και το παγωμένο στήσιμο του κορμιού αρκούν για να προκαλέσουν τις απαραίτητες ανατριχίλες.

Από τους υπόλοιπους ρόλους, ενδιαφέρον έχει ο εμμονικός με τον Myers επιστήμονας, ο οποίος αναμένει εδώ και χρόνια να ακούσει μια κουβεντούλα από το στόμα του Michael για να μάθει τι σκατά αισθάνεται όταν δολοφονεί, ενώ η κόρη της Laurie που ερμηνεύει η Judy Greer, έχει τις στιγμές της, αλλά δεν της δίνεται η ευκαιρία να αναδειχθεί ιδιαίτερα.

Όταν αποφασίζεις να κάνεις το σίκουελ μιας κλασσικής ταινίας σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της, διαγράφοντας μάλιστα οποιαδήποτε προσπάθεια συνέχειας είχε δοθεί τα προηγούμενα χρόνια, πρέπει να είσαι υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό σου και γι’ αυτό που ετοιμάζεσαι να προσφέρεις στο (έτοιμο να σε κατασπαράξει) κοινό. Το φετινό Halloween ευτύχησε να λάβει την προσοχή που του άξιζε από τον σκηνοθέτη David Green Gordon και τους συν-σεναριογράφους του Jeff Fradley και Danny McBride με το αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται στο μύθο της πρώτης ταινίας. Παρά τα επιμέρους ψεγάδια, πρόκειται για μια πολύ σκληρή ταινία, όχι εξαιτίας αυτών που δείχνει, αλλά κυρίως εκείνων που αφήνει να εννοηθούν, για τον τρόπο που η βία επιδρά στη ψυχολογία του θύματος, αλλά και των κοντινών του προσώπων, καταλήγοντας να γίνει μέρος της ζωής μας δίχως να το αντιλαμβανόμαστε.

Σχόλια

Your email address will not be published.