Halloween Kills: Η βία ως συλλογική παράνοια

Ταλαιπωρημένο από συνέχειες που κατέληξαν η μια να διαγράφει την άλλη, το επιδραστικό Halloween του John Carpenter απέκτησε ακόμη μια συνέχεια πριν λίγα χρόνια. Διατηρώντας την απλότητα της αρχικής ταινίας και αποφεύγοντας να δώσει στον Michael Myers κάποιο τραγικό υπόβαθρο που να εξανθρωπίζει τις απάνθρωπες πράξεις του, ο David Gordon Green εστίασε το ενδιαφέρον του στο θύμα, την Laurie. Στόχος να αναδειχθούν όχι μόνο οι ανοιχτές πληγές που αφήνει το βίωμα της βίας, αλλά η κανονικοποίηση της τελευταίας και η απόλυτη ενσωμάτωση της στην καθημερινότητα ως αναπόσταστο μέρος της, πάντα με πρόσχημα την ασφάλεια. Φέτος, ο  Green επιστρέφει για το δεύτερο μέρος της τριλογίας του, πηγαίνοντας ακόμα ένα βήμα παραπέρα τις θεματικές του και υιοθετώντας ένα ακόμα πιο αιματηρό ύφος.

Πιάνοντας το νήμα της πλοκής ακριβώς από το σημείο που μας άφησε η προηγούμενη ταινία και ύστερα από ένα flashback πίσω στο 1978 και τα γεγονότα που ακολούθησαν της πρώτης ταινίας, το Halloween Kills παρουσιάζει την σωτηρία του Michael από το φλεγόμενο σπίτι της Laurie και το αιματοβαμμένο οδοιπορικό του προς την πόλη του Haddonfield  απ’ όπου ξεκίνησαν όλα, την ίδια στιγμή που η Laurie βρίσκεται τραυματισμένη στο νοσοκομείο, πεπεισμένη πως το κακό έχει πεθάνει.

Εκμεταλλευόμενο το γεγονός πως η Laurie δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ξανά τον Michael, το σενάριο ανοίγει τους ορίζοντες του, απομακρύνεται από το ατομικό τραύμα και εστιάζει στο συλλογικό. Παρουσιάζει τον Michael είτε ως μια μακρινή ανάμνηση που στοιχειώνει ακόμα τον ψυχισμό όσων ατόμων βρέθηκαν στο διάβα του, είτε ως έναν αστικό μύθο για όλα εκείνα που μεγάλωσαν γαλουχημένα από τις αφηγήσεις του μπαμπούλα. Όταν η απειλή του Michael επανέλθει με σάρκα και οστά, τότε ο φόβος που σιγόβραζε όλα αυτά τα χρόνια, θα εκραγεί και ολόκληρη η κοινότητα θα βγει στους δρόμους έτοιμη να κατασπαράξει τον μπαμπούλα, σίγουρη πως «το κακό θα πεθάνει απόψε».

Κινηματογραφώντας τις μάζες με τρόπο που θυμίζει αποκάλυψη ζόμπι, ο  Green συνθέτει έναν καμβά μαζικής υστερίας, έναν κόσμο παράνοιας όπου η λογική δεν μπορεί να επιβληθεί και η οποιαδήποτε Αρχή έχει χάσει το κύρος της λόγω διαδοχικών αποτυχιών. Πλέον, κυριαρχεί μονάχα το ένστικτο της επιβίωσης, στο οποίο όσο περισσότερο ενδίδει κανείς, τόσο περισσότερο βυθίζεται στην Άβυσσο. Οι εικόνες φόβου και παράκρουσης των κατοίκων του Haddonfield (όπως η αξέχαστη σκηνή στο νοσοκομείο) προσφέρουν μερικές από τις πιο επώδυνες και άβολες σκηνές της ταινίας, ακόμα και αν δεν μπορούν να συγκριθούν σε ποσότητες αίματος με το θανατηφόρο πέρασμα του Michael. Με την μισοκαμμένη μάσκα του και το γνώριμο μαχαίρι ανα χείρας, αποκτά μια μεταφυσική διάσταση –ένα πλάσμα που ούτε οι φωτιές της Κόλασης δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο στο δρόμου του- και επιδείδεται σε δολοφονίες που μοιάζουν πιο κυνικές, πιο μισάνθρωπες από ποτέ. Ξεχάστε το διάσπαρτο χιούμορ της προηγούμενης ταινίας. Εδώ, πνιγόμαστε από το αίμα και την απόγνωση. Εδώ, η ελπίδα δίνει τη θέση της στο πιο πηχτό σκοτάδι.

Η θεματική κατεύθυνση που παίρνει η ταινία ορίζει και την προσέγγιση στους χαρακτήρες. Αν και υπάρχουν μερικές προσωπικότητες που παίζουν καθοριστικό ρόλο, στην πραγματικότητα κανείς δεν αποκτά ουσιαστική υπόσταση, αλλά όλοι μαζί διαμορφώνουν μια συλλογική εικόνα, την εικόνα της τρομαγμένης μάζας που περιφέρεται  δεξιά και αριστερά, επιδιώκοντας την εκδίκηση και την δικαιοσύνη, αλλά τις περισσότερες φορές καταλήγει στην αγκαλιά του Michael (συχνά, λόγω εμφατικά ανόητων επιλογών που ενώ μάλλον υπηρετούν την θεματική του παραλογισμού του όχλου, συχνά μοιάζουν με σεναριακές ευκολίες). Αυτή η έλλειψη συγκέντρωσης του σεναρίου μετατρέπεται στο μεγαλύτερο αγκάθι της ταινίας, αφού κανένας χαρακτήρας δεν καταφέρνει να κεντρίσει πραγματικά το ενδιαφέρον του κοινού ή να αποκτήσει μια τρισδιάστατη υπόσταση, αδυνατώντας να ξεφύγει από το ρόλο του θύματος που αργά ή γρήγορα θα βρει τραγικό θάνατο, με αποτέλεσμα τα θανατικά ναι μεν να ικανοποιούν την ακόρεστη (;) δίψα για θάνατο και αίμα, αλλά να καταλήγουν υπέρ του δέοντος προβλέψιμα.

Μέσα σε όλον αυτόν τον επίγειο εφιάλτη, ο Green δεν ξεχνά το παιχνίδι της νοσταλγίας, ξανά όμως με τρόπο που δεν υπονομεύει το τελικό αποτέλεσμα, ενώ ο Carpenter συνοδεύει την φρίκη και τη βία που σπέρνει ο Michael και οι συλλογικές μαφίες του Haddonfield με ένα ύφος ταυτόχρονα γνώριμο και ανανεωμένο.

Το δεύτερο, θεοσκότεινο μέρος της σύγχρονης τριλογίας του Halloween μπορεί να φαντάζει αδύναμο σεναριακά, αλλά συνεχίζει τις ενδιαφέρουσες θεματικές της προηγούμενης ταινίας, κάνοντας μια αισθητή στροφή προς την άκρατη βία. Μένει να φανεί αν το τρίτο μέρος θα απογειώσει το τελικό αποτέλεσμα ή αν θα οδηγήσει σε ακόμη ένα αδιέξοδο τούτο το ταλαίπωρο franchise.

Σχόλια

Your email address will not be published.