Ο Tom Hardy πρωταγωνιστεί στο «Havoc» του Gareth Evans.

Havoc: Ο Tom Hardy μοιράζει απλόχερα ξύλο και σφαίρες

Τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του και ύστερα από μια κοπιώδη διαδικασία post-production και επαναληπτικών γυρισμάτων, το Havoc, η πολυαναμενόμενη συνεργασία ανάμεσα στον Tom Hardy (Peaky Blinders, Venom) και τον σκηνοθέτη Gareth Evans (The Raid: Redemption, Apostle, Gangs of London) είναι επιτέλους διαθέσιμη στο Netflix. Κι αν το γεγονός ότι δεν κυκλοφόρησε στις αίθουσες, σε συνδυασμό με τη μακρά διαδικασία ολοκλήρωσής της, προκαλούσε κάποιες ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα της ταινίας, αυτές εξαλείφθηκαν κατά την παρακολούθησή της. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια από τις ωραιότερες ταινίες δράσης της χρονιάς.

Ο Walker (Tom Hardy) είναι ένας σκληροτράχηλος αστυνομικός σε κάποια απροσδιόριστη αμερικανική μητρόπολη βουτηγμένη στη διαφθορά, τη σαπίλα, τη βία και το έγκλημα. Πολιτικοί, σώματα ασφαλείας, μαφίες και απλοί πολίτες επιδίδονται σε ένα διαρκή αγώνα για το ποιος θα αποδειχθεί περισσότερο «σκάρτος». Όταν ένα ντιλ ναρκωτικών στραβώσει καταλήγοντας σε σωρεία πτωμάτων και πόλεμο συμμοριών, ο Walker θα διαταχθεί από τον υποψήφιο δήμαρχο (Forest Whitaker) με τον οποίο έχει ύποπτα πάρε – δώσε να εντοπίσει το γιο του, ο οποίος καταδιώκεται από τις αρχές αλλά και από την ασιατική μαφία. Ταυτόχρονα, ο ήρωάς μας καλείται να κουκουλώσει τις δικές του βρωμοδουλειές και να αποκαταστήσει τη σχέση με την κόρη του.

Το Havoc είναι εμφανώς επηρεασμένο από το σινεμά δράσης του Χονγκ Κονγκ και σκηνοθέτες όπως ο John Woo (The Killer, Face/Off), ο Tsui Hark, o Ringo Lam και ο Johnnie To, αλλά και από δυτικούς μετρ της δράσης και του νέο-νουάρ, όπως ο Jean-Pierre Melville και ο Sam Peckinpah. Τόσο υφολογικά, με τις δεξιοτεχνικά χορογραφημένες σεκάνς δράσης, την ευφυή και λειτουργική χρήση της αργής κίνησης, τα αιματηρά και πολύνεκρα πιστολίδια, όσο και θεματολογικά, η ταινία του Evans παραπέμπει στα υπέροχα ασιατικά έπη του 1980 και στις ταινίες του Peckinpah: προβληματικά, μάτσο αρσενικά, έννοιες όπως η τιμή, ο εγωισμός, η οικογένεια και το οργανωμένο έγκλημα, η διαφθορά και η κάθαρση, βρίσκονται στον πυρήνα αυτού του σεναρίου.

Ο Evans για άλλη μια φορά διαπρέπει στις σκηνές δράσης, που τον έκαναν διάσημο. Οι χορογραφίες του φιλμ δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα καλύτερα stunts των John Wick, η mise-en-scene είναι υποδειγματική και η ατμόσφαιρα βίας και παράνοιας κυριαρχεί από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ. Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι επίσης υποβλητική, η μουσική υπόκρουση σιγοντάρει όπως και όπου πρέπει και τα ψηφιακά εφέ συνδυάζονται με πρακτικά, δίνοντας ένα υπέροχο οπτικό αποτέλεσμα και δημιουργώντας ένα φιλμικό σύμπαν που πατά με το ένα πόδι στον ρεαλισμό και με το άλλο μοιάζει να κινείται στη σφαίρα του φανταστικού.

Ο Tom Hardy πρωταγωνιστεί στο «Havoc».

Φυσικά, η ταινία δε θα ήταν ίδια χωρίς το cast της, και ιδιαίτερα τον πρωταγωνιστή της. Ο Tom Hardy είναι αποδεδειγμένα ένας εξαιρετικός ηθοποιός, ο οποίος, όμως, δεν έχει βρει μέχρι στιγμής πολλές ευκαιρίες να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει αναλωθεί σε blockbuster εγχειρήματα που δεν έχουν αποδώσει τα προσδοκώμενα καλλιτεχνικά (Venom) και εμπορικά (Capone) αποτελέσματα. Στο Havoc, όμως, ο Hardy βρίσκει ξανά, ύστερα από χρόνια, έναν πρωταγωνιστικό ρόλο της προκοπής και τον φέρνει σε πέρας λαμπρά, χάρη στη σωματική ερμηνεία που δίνει και στον κτηνώδη σχεδόν τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνει τις σκηνές δράσης. Δίπλα του έχει τον Forest Whitaker, έναν εξίσου υποτιμημένο ηθοποιό που εδώ υποδύεται τον διεφθαρμένο πολιτικό με άνεση οφειλόμενη στην εμπειρία του.

Αν κάτι λείπει από το Havoc στερώντας του τον τίτλο του αριστουργήματος, αυτό είναι μια φρέσκια ιστορία. Η πλοκή της ταινίας μπορεί να μην αφήνει το θεατή να βαρεθεί, χάρη και στην οικονομημένη διάρκεια, για τα σύγχρονα δεδομένα, αλλά η αλήθεια είναι πως δε διαθέτει κάτι το καινοτόμο. Όλα μοιάζουν παρμένα από τις ταινίες που έχουν εμπνεύσει τον Evans. Από την άλλη, ενδέχεται αυτό να ήταν και μια συνειδητή επιλογή, αφού το Havoc καταφέρνει να μη μοιάζει τόσο με χολιγουντιανή ταινία δράσης, όσο με ασιατική. Τελειώνοντάς το, έχει κανείς την αίσθηση πως παρακολούθησε μια ταινία από το Χονγκ Κονγκ και όχι ένα αμερικανικό ή αγγλικό νουάρ.

Όπως και να έχει, το νέο φιλμ του Gareth Evans είναι μια χορταστική περιπέτεια δράσης με υπέροχο στιλ και καταιγιστικό σασπένς. Επί 105 λεπτά περίπου δε σου επιτρέπει να πάρεις ανάσα, ενώ πολλές φορές θα πιάσεις τον εαυτό σου να κοιτάζει το ρολόι ελπίζοντας πως… έχει πολύ ακόμα! Ο Evans ανήκει πλέον στους μάστορες του action σινεμά της εποχής μας και ανυπομονούμε για κάθε επόμενο βήμα του, ενώ ελπίζουμε πως και ο Tom Hardy θα βρει κι άλλα πρωταγωνιστικά οχήματα αντάξια του ταλέντου του και δημιουργούς ικανούς να το αναδείξουν.

Σχόλια

Your email address will not be published.