Όσοι από εσάς, αγαπητοί αναγνώστες, είστε ποδοσφαιρόφιλοι θα γνωρίζετε τον όρο «εξυγίανση». Χρησιμοποιείται, υποτίθεται, για να περιγράψει τη διαδικασία εκκαθάρισης των αρμόδιων φορέων διοίκησης του ποδοσφαίρου από τη διαφθορά, στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται απλά για μετάβαση της εξουσίας (της «παράγκας» όπως λέει ο λαός) από τον ένα διεφθαρμένο στον άλλο. Τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά, πέραν του ονόματος. Ε, ακριβώς αυτό έχει καταλήξει να είναι ο φεμινισμός τα τελευταία χρόνια στο Χόλιγουντ: όχι ένα ουσιαστικό κίνημα διεκδίκησης ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά μια απόπειρα εκμετάλλευσης μιας ευπώλητης πλέον ατζέντας προκειμένου οι executives να παραμείνουν στις θέσεις τους – αν και κάτι μου λέει πως οι ολέθριες εμπορικές επιδόσεις ταινιών όπως το Snow White θα δώσουν σύντομα τέλος σε όλα αυτά.
Γιατί τα γράφουμε όλα αυτά; Για να είμαι ειλικρινής, επειδή δεν έχω και πολλά άλλα να πω για το Holland, τη νέα ταινία της Mimi Cave (Fresh), με βαριά ονόματα στο cast (Nicole Kidman, Gael García Bernal, Matthew Macfayden) και σαφή ατζέντα, προφανή από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή, εξοργιστική αν την πάρεις στα σοβαρά, υπερβολικά σοβαροφανή και βαρύγδουπη ώστε να την πάρεις στο χαβαλέ. Η πλοκή της ταινίας περιστρέφεται γύρω από μια γυναίκα (Kidman) η οποία έχει την τέλεια ζωή στο προαστιακό Holland του Michigan, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί πως κάτι τρέχει με το σύζυγό της. Ή μήπως όλα αυτά είναι αποκύημα της φαντασίας κι ένας υποσυνείδητος τρόπος να διασκεδάσει την πλήξη που της προκαλεί η τέλεια ζωή.

Οφείλω να παραδεχθώ πως η απάντηση στο ερώτημα δε με νοιάζει πραγματικά και αυτό είναι η πρώτη αποτυχία της ταινίας. Γιατί να ενδιαφερθούμε για μια γυναίκα η οποία έχει αξιοζήλευτο επίπεδο ζωής, έναν υπέροχο, υποστηρικτικό σύζυγο, σπιταρόνα, ένα σωρό ανέσεις, και απλά κάποια στιγμή αποφασίζει ότι όλα αυτά τα βαριέται και αποφασίζει να απατήσει τον καημένο τον άνδρα της με έναν άλλο, ο οποίος αποδεικνύεται κάθαρμα – γιατί, μην ξεχνάμε, στις φεμινιστικές ταινίες του Χόλιγουντ όλοι οι ανδρικοί χαρακτήρες πρέπει να είναι ή ηλίθιοι, ή καθίκια. Συνιστά αυτό γυναικεία ενδυνάμωση; Αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα, δε θα ακούγαμε τα εξ’ αμάξης περί μισογυνισμού;
Και προλαβαίνω ενστάσεις: «ο Douglas Sirk κάτι ανάλογο δεν έκανε με τα αστικά μελοδράματά του της δεκαετίας του 1950, που εσείς οι κριτικοί υμνείτε όπου σταθείτε κι όπου βρεθείτε;». «Όχι» είναι η απάντηση, γιατί ο Sirk φρόντιζε αφενός να αναδείξει τα αδιέξοδα των χαρακτήρων του μέσω μιας αριστοκρατικής σκηνοθεσίας γεμάτης μικρολεπτομέρειες που η Cave δεν μπορεί – ακόμα, τουλάχιστον – να πλησιάσει, αφετέρου να προσδώσει στις ιστορίες του ένα πανανθρώπινο πλαίσιο κριτικάροντας το ίδιο το μοντέλο ζωής και όχι κάποιες πτυχές του. Στο αριστουργηματικό πέραν περιγραφής All That Heaven Allows (1955), ας πούμε, καταλαβαίναμε πλήρως τι αποζητούσε η ηρωίδα, ενώ στο Holland όλα μοιάζουν με ένα βίτσιο και μια απερισκεψία του χαρακτήρα που ενσαρκώνει η Kidman.
Kidman, η οποία εγκλωβίζεται για ακόμα μια φορά σε ένα ρόλο πανομοιότυπο με αυτόν που, την τελευταία δεκαετία περίπου, έχει υποδυθεί σε δεκάδες ταινίες, χωρίς να «τσαλακώνεται» καθόλου: αυτόν της νοικοκυράς των προαστίων που συνειδητοποιεί ότι η τέλεια χτισμένη ζωή της ήταν ένα ψέμα ή που επαναστατεί ενάντια στην ανιαρή ρουτίνα μιας φαινομενικά ειδυλλιακής κωμόπολης. Η Αυστραλή ηθοποιός επαναλαμβάνει την ίδια πάλι μανιέρα και δεν την αδικούμε ακριβώς, αφού το ίδιο το σενάριο δε διαθέτει την παραμικρή πρωτοτυπία. Οι Matthew Macfayden (Succession) και Gael García Bernal καλούνται να ερμηνεύσουν εξίσου μονοδιάστατους χαρακτήρες και, μολονότι κάνουν αξιοπρεπή προσπάθεια, στο τέλος δε δίνουμε δεκάρα τσακιστή για αυτούς.
Όπως ακριβώς και για το ίδιο το Holland, ακόμα μια ταινία που αντιλαμβάνεται το φεμινισμό ως «καημένες γυναίκες – κακοί άντρες» και καταλήγει σχηματική και γραφική. Το μεγάλο σφάλμα όλων αυτών των ταινιών, τελικά, είναι ότι ηθικολογούν και λένε τις ιστορίες τους μονάχα από μία πλευρά, αυτή των «καλών». Ο μεγάλος δημιουργός, όμως (και πάλι τον Sirk θα επικαλεστώ), λέει την ιστορία όλων των χαρακτήρων του και σκύβει πάνω σε όλους με κατανόηση. Μόνο που αυτό θέλει μεγαλύτερη διανοητική προσπάθεια και από τον ίδιο το δημιουργό και από το κοινό. Και, ως γνωστόν, ταινίες προορισμένες για οικιακή κατανάλωση απευθείας από τις πλατφόρμες δεν είναι ακριβώς αυτό που ονομάζουμε «σινεμά ιδεών».