Αλήθεια, πόσες φορές έχετε ακούσει πως η πραγματική γοητεία της ζωής κρύβεται στις απλές, καθημερινές στιγμές, εκείνες τις στιγμές που τις περισσότερες φορές περνούν απαρατήρητες, στιγματισμένες με τη στάμπα της ρουτίνας; Μάλλον, αμέτρητες. Για την ακρίβεια, αυτός ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα από το αν κρύβει ψήγματα ή και μεγάλες δόσεις αλήθειας, κοντεύει να καταλήξει ενοχλητικός, μιας και έχει ταυτιστεί (στο μυαλό μου τουλάχιστον) με κακόγουστα τσιτάτα στο facebook ή με κάποιο (συνήθως) κακογραμμένο βιβλίο αυτοβελτίωσης. Ευτυχώς, όμως, η μπανάλ καθημερινότητα ξανακέρδισε πίσω τη χαμμένη γοητεία της χάρη στην καλύτερη σειρά του 2020, το κωμικό ντοκιμαντέρ του HBO, How to With John Wilson.
Η σειρά βασίζεται στη λογική των σύντομων βίντεο που ανέβαζε ο ντοκιμενταρίστας John Wilson στο vimeo, στα οποία έθετε και απαντούσε(;) σε φαινομενικά αστεία και βαρετά ερωτήματα βγαλμένα από την καθημερινότητα. Κάθε επεισόδιο, λοιπόν, ξεκινά με ερωτήσεις του τύπου “πώς να φτιάξεις το τέλειο ριζότο” ή “πώς να προστατέψεις τα έπιπλα σου από τα νύχια της γάτας σου”. Σε αντίθεση, όμως, με τα βιβλία αυτοβελτίωσης τα οποία ισχυρίζονται πως έχουν τις απαντήσεις για κάθε μικρό και μεγάλο πρόβλημα των ανθρώπων, ο Wilson δεν αντιμετωπίζει την απάντηση ως αυτοσκοπό, αλλά ως αφορμή για να μιλήσει με απλούς ανθρώπους και μέσω των προσωπικών τους εμπειριών (που τις περισσότερες φορές μοιράζονται με περισσή προθυμία) να στοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη και στη σχέση που αναπτύσουμε με τον χώρο, τα αντίκειμενα και τους έμβιους οργανισμούς με τους οποίους μοιραζόμαστε τις πόλεις μας.
Ενδεικτικά, το δεύτερο επεισόδιο εστιάζει σε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της νεουορκέζικης αστικής αισθητικής, τις σκαλωσιές. Εκκινώντας, λοιπόν, από την παρατήρηση πως αυτό το θεωρητικά προσωρινό και εκ πρώτης όψεως απρόσιτο κατασκευάσμα έχει καταλήξει να αποτελεί μόνιμο αξεσουάρ της πόλης, ο Wilson εξερευνεί τον τρόπο με τον οποίον ένα τέτοιο αντικείμενο οικειοποείται από τους κατοίκους, αποκτώντας ιδιαίτερα αισθητικά χαρακτηριστικά ανάλογα με την γειτονιά στην οποία βρίσκεται, ενώ καταλήγει να αναρωτιέται μήπως η εμμονή των κατοίκων της Νέας Υόρκης με την ασφάλεια που υποτίθεται ότι προσφέρουν οι σκαλωσιές εκφράζει την ανάγκη των ανθρώπων να ελέγχουν σε απόλυτο βαθμό το περιβάλλον τους.
Όλοι αυτοί οι απροσδόκητοι συλλογισμοί προκύπτουν από και προσαρμόζονται στο υλικό που έχει μαζέψει ο ίδιος ο Wilson από τα γυρίσματα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ακριβώς επειδή το υλικό προκύπτει από αληθινούς ανθρώπους και πραγματικά γεγονότα, ο Wilson και η υπόλοιπη συγγραφική ομάδα καλούνται να συνδυάσουν μεταξύ τους φαινομενικά ασύνδετα πράγματα και καταστάσεις. Έτσι, το αποτέλεσμα έχει έναν έντονα αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα που με τη βοήθεια του εκπληκτικού μοντάζ, αλλά και της εξαιρετικής αφήγησης του ίδιου του Wilson, ο οποίος πολλές φορές μοιάζει σαν να κομπιάζει, εντείνοντας ακόμα περισσότερο την αίσθηση αυτοσχεδιασμού, μετατρέπεται σε κάτι αγνά κωμικό, παράλογο και διακριτικά ειρωνικό.
Αποκορύφωμα της τόσο πρωτότυπης, διασκεδαστικής και παρατηρητικής ματιάς του Wilson είναι το τελευταίο επεισόδιο, το οποίο στην προσπάθεια του να ανακαλύψει τον τέλειο τρόπο μαγειρέματος ενός ριζότο, καταλήγει να προβληματίζεται για το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων στην μετά covid εποχή, συνδυάζοντας αρμονικά όλες τις θεματικές που προσεγγίσθηκαν στα προηγούμενα επεισόδια και δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες για τη δεύτερη σεζόν που αναμένεται μέσα στο έτος.
Αντικρύζοντας παρατηρητικά το χάος, εκείνες τις αθόρυβες στιγμές της καθημερινής μας ζωής που χάνονται μέσα στο θόρυβο της πόλης, ο Wilson συνθέτει έναν jazz αυτοσχεδιασμό, ένα απροσδόκητα ενδιαφέρον και πολεπίεπεδο κολλάζ βασισμένο σε ήχους και εικόνες της αστικής ζωής που αφουγκράζεται και αναδεικνύει τις ανησυχίες, τις ανάγκες και τους περιορισμούς της αστικής ζωής. Σ’ έναν κόσμο που φαντάζει ακατόρθωτο να μας εκπλήξει ευχάριστα, η σειρά του John Wilson μοιάζει να τα καταφέρνει μια χαρά, αποτελώντας μια από τις πιο ιδιαίτερες, εφευρετικές και γνήσια κωμικές στιγμές των τελευταίων ετών.