Μια λιγάκι ενοχλητική τάση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης τελευταία είναι το αδυσώπητο κυνήγι των λεγόμενων «nepobabies», δηλαδή νέων σκηνοθετών που προέρχονται από οικογένειες εμπλεκόμενες ήδη με την κινηματογραφική βιομηχανία. Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι κάπως ανούσιο όλο αυτό, γιατί μπορεί ο γιος ή η κόρη ενός διάσημου σκηνοθέτη να έχει τις γνωριμίες και τις δυνατότητες ευκολότερης πραγματοποίησης μιας ταινίας, αν όμως δε διαθέτει το ανάλογο ταλέντο δε θα έχει καμία εμπορική ή καλλιτεχνική τύχη. Ειδικά στην περίπτωση του David Cronenberg, ενός αντισυμβατικού δημιουργού που μονάχα χαϊδεμένο της βιομηχανίας δεν μπορείς να τον αποκαλέσεις, είναι μάλλον άστοχο να μιλάμε για «nepobabies». Όλα αυτά λέγονται με αφορμή την κυκλοφορία του Humane, της πρώτης ταινίας της Caitlin Cronenberg, κόρης του Καναδού auteur, η οποία μάλιστα είναι το δεύτερο παιδί του που καταπιάνεται με το σινεμά, ύστερα από τον Brandon Cronenberg του Possessor (2020).
H ταινία μας τοποθετεί σε ένα δυστοπικό κοντινό μέλλον, όπου μια τεράστια, παγκόσμιας κλίμακας οικολογική καταστροφή απειλεί το είδος μας με αφανισμό. Για να αποφύγουν την ολική εξόντωση, τα έθνη έχουν συμφωνήσει να «θυσιάσουν» το 20% του συνολικού πληθυσμού τους, κι έτσι στην Αμερική έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα, με βάση το οποίο σε όσους προσφερθούν εθελοντικά να υποβληθούν σε ευθανασία προσφέρονται ανταλλάγματα για τις οικογένειές τους. Ένας από τους εθελοντές είναι ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Charles York (Peter Gallagher), ο οποίος θα μαζέψει τη γυναίκα του, τα τέσσερα παιδιά του και την εγγονή του προκειμένου να τους ανακοινώσει την απόφασή του, γεγονός που θα προκαλέσει αναστάτωση και θα αποκαλύψει το βαθύτερο ρήγμα στις σχέσεις των μελών της οικογένειας.
Η Caitlin Cronenberg αποδεικνύεται σίγουρα μια ενδιαφέρουσα φωνή, όχι τόσο κοντά όσο θα περίμενε κανείς στη θεματολογία και το ύφος του πατέρα της, παρότι δε λείπουν μια-δυο στιγμές ανατριχιαστικού σωματικού τρόμου. Εντούτοις, το ενδιαφέρον της σκηνοθέτριας μετατοπίζεται περισσότερο προς το στοιχείο της σύγκρουσης ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που καλείται να συνυπάρξει και να συνεργαστεί προς έναν κοινό στόχο, την ίδια στιγμή που όσα τους χωρίζουν φαίνονται να είναι πολύ περισσότερα από αυτά που τους ενώνουν. Στην πραγματικότητα, κάθε ένας από τους τέσσερις βασικούς χαρακτήρες – τα παιδιά –αποζητά την καθυστερημένη χειραφέτησή του από τον πατρικό λόγο, κι αυτό μπορεί να συνδεθεί άμεσα με την προσωπική ψυχοσύνθεση μιας δημιουργού που αποπειράται, στο πρώτο της φιλμικό εγχείρημα, να αποτινάξει την κληρονομιά του σπουδαίου πατέρα της.
Με «όπλα» της τους καλογραμμένους διαλόγους, τις πειστικές ερμηνείες και την πολύ ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση των χαρακτήρων, η Cronenberg χτίζει με απλά μέσα και b-movie ευαισθησία ένα φιλμικό σύμπαν που σε αιχμαλωτίζει. Κανένας χαρακτήρας δε μιλάει ακριβώς όπως ένας άλλος, γιατί ο καθένας έχει τη δική του ταυτότητα, κάτι στο οποίο συμβάλλει το ετερόκλητο, αλλά άψογα συντονισμένο επιτελείο των ηθοποιών. Τα διαλογικά κομμάτια κλιμακώνονται περίτεχνα, χτίζοντας μια ένταση κι ένα σασπένς που παρατείνουν διαρκώς το ξέσπασμα.
Δυστυχώς, από τη μια το γεγονός ότι η ταινία έχει ένα και μόνο επίπεδο ανάγνωσης, από την άλλη η εξαιρετικά αδύναμη και αχρείαστα ανατρεπτική κλιμάκωση αποδυναμώνουν τον συνολικό αντίκτυπο της ταινίας. Το Humane ξεδιπλώνει τα χαρτιά του από νωρίς, κι ενώ η Cronenberg συνεχίζει να βρίσκει ευφάνταστους τρόπους να προωθήσει την πλοκή της, στην πραγματικότητα η θεματολογία της περιστρέφεται διαρκώς γύρω από τον εαυτό της. Επιλέγοντάς, δε, να κλείσει την ταινία της με μια ανατροπή της τελευταίας στιγμής που δεν προσθέτει απολύτως τίποτα στην προβληματική του έργου, η σκηνοθέτρια αποκαλύπτει την απειρία της και το άγχος της να εντυπωσιάσει.
Πρόκειται, πάντως, για ελαττώματα που μπορούν να ξεπεραστούν εάν η Cronenberg συνεχίσει να δουλεύει και να καλλιεργεί το ταλέντο που αναμφισβήτητα διαθέτει. Ανυπομονούμε να δούμε τα επόμενα βήματά της, είναι μια αξιοσημείωτη περίπτωση δημιουργού και κάθε σύγκριση με το έργο του πατέρα της αδικεί την ίδια και φανερώνει άγνοια εκ μέρους του εκάστοτε επικριτή. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή της πρόσφατα η ίδια η σκηνοθέτρια, «κάνει τη δική της τέχνη» και, παρά τις όποιες αδυναμίες, βρίσκεται σε καλό δρόμο.