Στο In a Violent Nature, ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Chris Nash επιχειρεί μια φρέσκια ματιά στο υπο-είδος των ταινιών slasher, δημιουργώντας ένα φιλμ που περιλαμβάνει όλα τα κλισέ του είδους, από τα ευρηματικά και άκρως αιματηρά φονικά μέχρι τους νεαρούς, διψασμένους για σεξ χαρακτήρες – θύματα κι από τον μασκοφορεμένο δολοφόνο που εκδικείται για αδικήματα του παρελθόντος μέχρι τον αστυνομικό με το τραυματικό παρελθόν. Υπάρχει, όμως, ένα twist σε όλα αυτά, που τελικά κάνει την ταινία να ξεχωρίζει: σε αντίθεση με τα κλασικά slasher, εδώ η αφήγηση γίνεται από την οπτική του ίδιου του δολοφόνου, τον οποίο ακολουθούμε ανάμεσα στα φονικά, καθώς παραμονεύει περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να επιτεθεί στα θύματά του.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Μια παρέα νεαρών, ανδρών και γυναικών, επισκέπτεται ένα δάσος για να περάσει ένα ξέγνοιαστο σαββατοκύριακο. Σε μια ετοιμόρροπη καλύβα, θα ανακαλύψουν ένα παλιό κόσμημα, το οποίο και θα αποφασίσουν να πάρουν μαζί τους. Αυτή τους η ενέργεια, όμως, θα εξοργίσει το πλάσμα που κρύβεται εδώ και δεκαετίες κάτω από τη γη, ακριβώς στο σημείο όπου ήταν χτισμένη η καλύβα: έναν φρικτά παραμορφωμένο άνδρα ονόματι John, ο οποίος θα επανέλθει στη ζωή, προκειμένου να εκδικηθεί όλους εκείνους οι οποίοι διέπραξαν αδικίες εις βάρος του ίδιου και της οικογένειάς του στο παρελθόν. Οι νεαροί παραθεριστές βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο.

Το φιλμ του Nash μπολιάζει τις συμβάσεις των slasher ταινιών των δεκαετιών του 1980 και του 1990 με πινελιές slow cinema, θυμίζοντας σε σημεία έντονα τον κινηματογράφο του Gus Van Sant των αρχών του 21ου αιώνα, του Bela Tarr και άλλων εκπροσώπων αυτού του ύφους. Ενδέχεται αυτή η αισθητική επιλογή να ξενίσει κάποιους θεατές που περιμένουν απλά ένα ακόμη Friday the 13th, τελικά όμως χάρη σε αυτήν το In a Violent Nature είναι μια τόσο αποτελεσματική ταινία. Γιατί μπορεί τα φονικά να είναι όλα τους, μηδενός εξαιρουμένου, σοκαριστικά και καλογυρισμένα, μπορεί τα πρακτικά εφέ να εντυπωσιάζουν, μπορεί ο ηχητικός σχεδιασμός να είναι ένας από τους καλύτερους που έχουμε δει ποτέ σε ταινία και η σκηνοθεσία του Nash να είναι αυτή που κρατά το εύρημα της οπτικής του δολοφόνου σε πιστευτά επίπεδα και δεν του επιτρέπει να γίνει gimmick, όμως το ίδιο το σενάριο κρύβει μια θεματική που υπηρετείται στην εντέλεια από αυτό ακριβώς το εύρημα.
Όπως αφήνει να εννοηθεί και ο τίτλος του, το φιλμ μιλά για τη σύγκρουση του ανθρώπου με τη φύση και τους άγνωστους κινδύνους που κρύβει η τελευταία, οι οποίοι απελευθερώνονται όταν ο επιπόλαιος άνθρωπος επιχειρεί να τη βλάψει ή να την καταπατήσει δίχως ηθικούς φραγμούς. Γι’ αυτό και τα τελικά, ακίνητα πλάνα της φύσης είναι ίσως τα πιο τρομακτικά ολόκληρης της ταινίας – και μιλάμε για μια ταινία με φόνους που θα εκπλήξουν και θα σοκάρουν ακόμα και τους πιο δοκιμασμένους σε τέτοια θεάματα θεατές. Σε μια εποχή που κάθε δεύτερη ταινία τρόμου, στην προσπάθειά της να καρπωθεί την ετικέτα του «αναβαθμισμένου» θεάματος, εισάγει στην πλοκή της την τετριμμένη και κουραστική θεματική του τραύματος και της απώλειας, το In a Violent Nature ανανεώνει σε αξιοσημείωτο βαθμό την προβληματική του είδους, χωρίς παράλληλα να φείδεται το gore στοιχείο.
Αναμφισβήτητα η καλύτερη ταινία τρόμου της χρονιάς μέχρι τώρα, αν και έχουμε ακόμα ενδιαφέροντες τίτλους του είδους να δούμε μέχρι το τέλος του έτους, το ντεμπούτο του Chris Nash φέρνει μια πνοή φρεσκάδας στο κορεσμένο είδος του slasher, καθώς μπορεί να ικανοποιήσει τόσο τους φαν των καθαρών ταινιών του είδους που περιμένουν πώς και πώς να ανακοινωθεί το (αναπόφευκτο, ίσως) reboot του Friday the 13th, όσο και εκείνους τους θεατές που θέλουν ακόμα κι ένα τόσο αιματηρό φιλμ να διαθέτει κινηματογραφικές αρετές. Το In a Violent Nature είναι, ευτυχώς, μια ταινία που μας κάνει να αισθανθούμε άβολα και ταυτόχρονα μας κρατά καθηλωμένους καθ’ όλη τη διάρκειά της.