Οι Eli Roth (αριστερά) και Brad Pitt στο «Inglourious Basterds» του Quentin Tarantino.

Inglourious Basterds: Ένας «ανορθόγραφος» φόρος τιμής στα βρώμικα πολεμικά έπη

Στο Inglourious Basterds του Quentin Tarantino (Jackie Brown, Kill Bill), λαμβάνουν χώρα δύο ξεχωριστές επιχειρήσεις εξόντωσης του Adolf Hitler με επίκεντρο ένα σινεμά του Παρισιού. Η πρώτη είναι η οργανωμένη commando επιχείρηση της ομάδας του υπολοχαγού Aldo Raine (Brad Pitt) και η άλλη έχει ως ενορχηστρωτή την ιδιοκτήτρια του κινηματογράφου, Soshanna Dreyfuss (Melanie Laurent), η οποία έχασε την εβραϊκής καταγωγής οικογένειά της εξαιτίας των Ναζί και αποζητά εκδίκηση. Εμπόδιο στο δρόμο τους στέκεται ο συνταγματάρχης των SS Hans Lada (Christoph Waltz).

Πριν ξεκινήσουμε την ανάλυση της ταινίας, ενός, ισχυρίζομαι, από τα αριστουργήματα του σκηνοθέτη κι ενός από τους λόγους που τον κατατάσσουν στους μεγάλους δημιουργούς, ας λύσουμε μια παρανόηση: ναι, ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το Inglorious Bastards (1978) του Enzo Castellari, όμως η πλοκή της ταινίας ουδεμία σχέση έχει με εκείνη του προαναφερθέντος. Η μεγαλύτερη ως τότε εμπορική επιτυχία του Αμερικανού δημιουργού αποτελεί ατόφιο αποκύημα της φαντασίας του, με το σενάριο μάλιστα να έχει γραφτεί σε μια πρώτη μορφή το «μακρινό» 1998!

Από το πολυπληθές επιτελείο ηθοποιών αυτής της ταινίας είναι πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς μονάχα έναν. Από τον Brad Pitt, που το απολαμβάνει πραγματικά στο ρόλο του επικεφαλής των «Μπάστερδων» θυμίζοντας τον Charles Bronson από το The Dirty Dozen (1967) του Robert Aldrich, το πρώτο «βρώμικο» πολεμικό έπος, μέχρι τον βραβευμένο με Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου Christoph Waltz, η φήμη του οποίου εκτοξεύθηκε κατακόρυφα ύστερα από τη συμμετοχή του σε αυτήν την ταινία και όχι άδικα αφού ο Γερμανός ηθοποιός απέδωσε τον «κακό» του με μια ανθρωπιά που τον καθιστά παραδόξως ακόμα πιο τρομακτικό, κι από τον Michael Fassbender σε έναν από τους πρώτους του σημαντικούς ρόλους έως τους Daniel Bruhl και Lea Seydoux σε μικρότερους αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, όλος ο θίασος δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Ιδιαίτερη απόλαυση αποτελούν τα cameos της ταινίας, με τον σκηνοθέτη Eli Roth να υποδύεται έναν από τους «Μπάστερδους» και τον Castellari να ενσαρκώνει έναν ηλικιωμένο Γερμανό αξιωματικό. Τέλος, δύο παλιοί γνώριμοι του Tarantino, ο Samuel Jackson (Jackie Brown) και ο Harvey Keitel (Pulp Fiction) έχουν φωνητικούς ρόλους.

Ο Christopher Waltz στο «Inglourious Basterds» του Quentin Tarantino.

Σε οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το φιλμ, πάντως, ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι το φινάλε, το οποίο πήρε στον Tarantino δέκα ολόκληρα χρόνια για να τελειοποιήσει. Φυσικά, όλο το σενάριο είναι ένα μάθημα κινηματογραφικής γραφής, από τους υποδειγματικούς διαλόγους μέχρι την άψογη δομή, αρχής γενομένης από την αριστοτεχνική εναρκτήρια σεκάνς, όπου το σασπένς χτίζεται μέσω μιας αγαστής αρμονίας σεναρίου και σκηνοθεσίας – παρακολουθήστε τις κινήσεις της κάμερας που προτιμά ο Tarantino, αντί για cut, σε συγκεκριμένα σημεία της σκηνής, εντείνοντας την αγωνία, όπως για παράδειγμα στην αποκάλυψη της κρυμμένης οικογένειας στο υπόγειο – ωστόσο το φινάλε είναι αυτό που δίνει στην ταινία το ολοκληρωμένο νόημά της, με τον Tarantino να μας λέει εμμέσως πλην σαφώς πως ο έξω κόσμος είναι συχνά σκληρός κι άδικος, στο σινεμά όμως τα πράγματα είναι αλλιώς και οι «κακοί» πάντα τιμωρούνται. Αυτό είναι που μας τραβά στις αφηγηματικές τέχνες και γι’ αυτό τις έχουμε ανάγκη ώστε η ζωή μας να καλυτερεύει ακόμα και σε ζοφερές περιόδους όπως ο πόλεμος. Φυσικά, επειδή μιλάμε για ταινία του Tarantino, όλα αυτά βρίσκονται στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, ενώ στο πρώτο έχουμε μια ξέφρενα ψυχαγωγική δημιουργία που αποτίει φόρο τιμής στις «βρώμικες» πολεμικές περιπέτειες των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Φιλμ όπως το The Dirty Dozen (1967) του Robert Aldrich, το Where Eagles Dare (1968) του Brian Hutton ή το Kelly’s Heroes (1970) έδωσαν σίγουρα έμπνευση στον Tarantino.

Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών του 2009. Η υποδοχή που της επιφύλαξαν οι κριτικοί ήταν ένθερμη, καθιερώνοντάς τη αμέσως ως μια από τις καλύτερες δουλειές του Tarantino. Ανάλογη αντιμετώπιση είχε και το κοινό, το οποίο προσήλθε μαζικά στις αίθουσες μετατρέποντάς τη σε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Με τα χρόνια το φιλμ έχει αποκτήσει το στάτους του μοντέρνου κλασικού και θεωρείται μια από τις ωραιότερες ταινίες του 21ου αιώνα. Ένας τίτλος απόλυτα δίκαιος, καθώς εδώ έχουμε ένα ατόφιο διαμάντι κινηματογραφικής σκηνοθεσίας και συγγραφής. Για άλλη μια φορά, ο Tarantino δεν πόνταρε απλώς στη νοσταλγία, αλλά φρόντισε να τη μετουσιώσει σε κάτι φρέσκο, ουσιώδες και προσωπικό.

Να μην παραλείψουμε, βεβαίως, να αναφερθούμε και στη μουσική της ταινίας, η οποία, για άλλη μια φορά, είναι θεσπέσια. Αν και ο Ennio Morricone δεν κατάφερε να δεχθεί την πρόταση του Tarantino να «ντύσει» μουσικά την ταινία του εξαιτίας ανειλημμένων υποχρεώσεων, οι επιλογές του σκηνοθέτη αποδείχθηκαν για άλλη μια φορά ευρηματικές – να, κύριε Taika Waititi, πώς εντάσσεις αρμονικά τον David Bowie σε μια ταινία που διαδραματίζεται στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι Michael Fassbender (αριστερά) και Diane Kruger στο «Inglourious Basterds» του Quentin Tarantino.

Κάποια στιγμή, πάντως, λίγο έλειψε αυτή να είναι η τελευταία δουλειά του Tarantino για το σινεμά. Λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία της ταινίας ένα αντίτυπο του σεναρίου διέρρευσε στο διαδίκτυο και ο σκηνοθέτης εξοργίστηκε τόσο πολύ που, σύμφωνα με δήλωσή του, σκεφτόταν να μην ξανακάνει ταινία. Ευτυχώς, θα πούμε εμείς, ανακάλεσε αυτή του την απόφαση σχετικά σύντομα, μολονότι ένα παρόμοιο περιστατικό θα συνέβαινε με το The Hateful Eight (2015).

Το Inglourious Basterds είναι ακόμα μια ταινία που συνοψίζει όλα τα στοιχεία τα οποία καθιστούν τον κινηματογράφο του Quentin Tarantino τόσο απολαυστικό. Ανθεκτικό σε επαναληπτικές προβολές και πλήρως συναρπαστικό, προσελκύει το θεατή σε ένα μυθοπλαστικό κόσμο ο οποίος προφανώς απέχει από τα ιστορικά γεγονότα, ακριβώς αυτός, όμως, είναι εξαρχής ο σκοπός του. Με αυτήν την ταινία ο Tarantino ρέφαρε τη χλιαρή υποδοχή και τις μέτριες εμπορικές επιδόσεις του (ωραιότατου) Death Proof (2007), της προηγούμενης ταινίας του, και υπενθύμισε σε όλους ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του. Φυσικά, όσοι εξανίστανται από τη γραφική βία των ταινιών του δεν προβλέπεται να αισθανθούν διαφορετικά εδώ, αλλά, όπως έχει πει και ο ίδιος, «δεν πας να ακούσεις τους Metallica για να τους ζητήσεις να χαμηλώσουν τη μουσική». Ευτυχώς, αυτό που αναγνωρίστηκε καθολικά αμέσως ήταν η αξία της ερμηνείας του Christoph Waltz. Οι συζητήσεις που έλαβαν χώρα σχετικά με την απεικόνιση του Ολοκαυτώματος από την ταινία στα μάτια μου φαντάζουν γραφικές, καθώς μιλάμε για μια καθαρά ψυχαγωγική ταινία που δε σκοπεύει σε καμία περίπτωση να αναπλάσει πραγματικά περιστατικά ή να διατυπώσει ένα πολιτικό μήνυμα. Αντιθέτως, στόχο έχει να μας διασκεδάσει και αυτό το καταφέρνει στο μέγιστο βαθμό. Ελάχιστες άλλες ταινίες, στην ιστορία του κινηματογράφου, είναι τόσο συναρπαστικές.

To Inglourious Basterds κυκλοφόρησε σε  Blu-Ray και 4K από την Arrow Video με πλούσιο επιπλέον υλικό.

Σχόλια

Your email address will not be published.