Αν κανείς κατασκευάσει το χρονολόγιο της live-action slapstick κωμωδίας, θα ξεκινήσει σίγουρα από τα σιωπηλά αριστουργήματα του Buster Keaton, θα περάσει από το ζενίθ της Τσακιτσανικής φιλμογραφίας, και θα καταλήξει, αναπάντεχα, στο John Wick 4. Στο τέταρτο Κεφάλαιο αυτού του απρόσμενου franchise, ο Keanu Reeves και ο Chad Stahelski (χωρίς τον Derek Kolstad αυτή τη φορά) εστιάζουν αποκλειστικά στην κωμική πλευρά της χορογραφίας δράσης, παράγοντας μερικά από τα πιο ξεκαρδιστικά, ξέφρενα, εξωφρενικά action sequences που έχουμε δει μέχρι σήμερα. Και δυστυχώς, η σωματική κωμωδία (άρτια χορογραφημένη και αψεγάδιαστα εκτελεσμένη από έναν στρατό κασκαντέρ) είναι ίσως το μοναδικό πράγμα που κρατά όρθιο αυτό το παραφουσκωμένο και χαώδες κατασκεύασμα.
Γιατί στις 2 ώρες και 49 λεπτά διάρκειας, αυτή είναι όχι μόνο η μεγαλύτερη ταινία της σειράς, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες ταινίες δράσης που έχουμε δει ποτέ. Και για ένα franchise που (όπως και ο πρωταγωνιστής του) ήταν ήδη εξουθενωμένο από τότε που έπεσαν οι τίτλοι της δεύτερης ταινίας, η σχεδόν τρίωρη διάρκεια του φινάλε ίσως να μην ήταν η εξυπνότερη επιλογή.

Και είναι κρίμα γιατί οι συντελεστές κάνουν εδώ μια πραγματικά φιλότιμη προσπάθεια να μας προσφέρουν το πιο φαντασμαγορικό φιλμ δράσης όλων των εποχών: Η κάμερα ακολουθεί ένα συναρπαστικό crew υπερ-δολοφόνων με ξεχωριστά movesets και προσωπικά fighting styles, οι οποίοι, παρά την έλλειψη διαλόγων (και σεναρίου γενικότερα), καταφέρνουν να ξεχωρίσουν χάρη στην εξαιρετική χορογραφία τους. Οι ακούραστοι και χαρισματικοί πρωταγωνιστές μας (Keanu Reeves, Donnie Yen, Scott Adkins) εκτελούν τα δικά τους stunts, και η κάμερα τους ακολουθεί εκ του μακρόθεν, πλαισιώνοντας με γούστο τα εντυπωσιακά κλωτσομπουνίδια τους.
Από την άλλη, ο Stahelski έχει εδώ μερικές πραγματικά ξεχωριστές κινηματογραφικές ιδέες, από το top-down μονοπλάνο αλά Hotline Miami μέχρι το γύρω-γύρω-όλοι car-fu στην Arc De Triomphe. Η πρώτη και η τρίτη πράξη της ταινίας αποτελούν με διαφορά τις καλύτερες σεκάνς ολόκληρης της σειράς, με την ταινία να εκπληρώνει επιτέλους την υπόσχεση που μας δόθηκε στο John Wick 2: ο Keanu Reeves διασχίζει μια απέραντη μεγαλούπολη, με έναν ατελείωτο στρατό από δολοφόνους να τον έχει πάρει στο κατόπι.

Όμως μέχρι να φτάσουμε ως εκεί, ο Τζων Γουίκ και η παρέα του μας τα έχουν κάνει τσουρέκια: Μετά από τρεις εκκωφαντικές ώρες ανελέητου γρονθοκοπήματος (και ένα εντελώς αχρείαστο side-mission στο Bερολίνο που κρατάει τουλάχιστον 40 λεπτά) οι θεατές είναι πιο μουδιασμένοι και από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή μας – και οι σκηνές δράσης του φινάλε, όσο δημιουργικές κι αν είναι, μας αφήνουν τελικά παγερά αδιάφορους.
Και αν αναρωτιέστε γιατί μια ταινία με σούπερ-δολοφόνους κατέληξε να διαρκεί ένα ολόκληρο τρίωρο, η απάντηση είναι απλή: Οι ταινίες αυτού του αναπάντεχου φραντσάιζ έχουν βγάλει μια νταλίκα λεφτά και, όταν επιτέλους ο Keanu βαρεθεί να τρώει σφαλιάρες για τη διασκέδασή μας, οι παραγωγοί θα πρέπει να μπορέσουν να συνεχίσουν το άρμεγμα. Συγκεκριμένα, ολόκληρη η παράκαμψη στο Βερολίνο υπάρχει μόνο και μόνο για να διαφημίσει το επερχόμενο spinoff Ballerina, με την Ana De Armas.

Τελικά, το John Wick 4 μας επιφυλάσσει μερικές ανεπανάληπτες στιγμές, με το σθένος και την επιμέλεια των συντελεστών να δικαιολογούν και με το παραπάνω το κόστος του εισιτηρίου μας. Όμως μετά από εννιά χρόνια, τέσσερις ταινίες και 8μιση ώρες ασταμάτητου ξύλου, έχουμε κουραστεί κάπως – και το franchise του John Wick έχει αρχίσει να χάνει την αίγλη του, αντηχώντας πλέον αμυδρά τον πονοκεφαλιαστικό θόρυβο των ταινιών του Michael Bay.