Ο φορτισμένος με θρησκευτικό φορτίο τίτλος της δεύτερης ταινίας του Shaka King προιδεάζει το κοινό για μια ιστορία προδοσίας, υπονοώντας πως στο επίκεντρο της πλοκής θα τοποθετηθεί η σχέση των δύο προσώπων ενδιαφέροντος – του προδότη William O’ Neal (LaKeith Stanfield) με τον προδωμένο Fred Hampton (Daniel Kaluuya). Ωστόσο, η ταινία δεν ακολουθεί ακριβώς αυτό το μονοπάτι, ή αν θέλετε προδίδει τις αρχικές προσδοκίες, καθώς οι δύο αυτές ιστορικές φιγούρες, αν και αποτέλεσαν μέρη των Μαύρων Πανθήρων (ο πρώτος ως πληροφοριοδότης του FBI), δεν είχαν ιδιαίτερη επαφή, δεν είχαν αναπτύξει φιλικές σχέσεις. Έτσι, το σενάριο, γραμμένο από τον King και τον Will Berson, επιλέγει να ανοιχτεί θεματικά, καταπιανόμενο με αρκετές θεματικές, τις οποίες αναπτύσσει με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας.
Δίχως αμφιβολία, τα δύο πιο δυνατά χαρτιά της ταινίας είναι οι πρωταγωνιστές της, δύο ηθοποιοί που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια και εδώ μας υπενθυμίζουν το γιατί. Ο Kaluuya ερμηνεύει τον γοητευτικό, δεινό χειριστή του λόγου Hampton που με το ανόθευτο, ιδεαλιστικό του όραμα εμπνέει τους συντρόφους του, ενώνοντας ακόμα και ομάδες της ομάδες της μαύρης κοινότητας που έρχονταν σε σύγκρουση με τους Μαύρους Πάνθηρες. Ο χαρακτήρας του δεν δρα με βάση εγωιστά κίνητρα, κοιτάζει πάντοτε το συλλογικό όφελος – με άλλα λόγια είναι όσο άσπιλος οφείλει να είναι ένας Μεσσίας, θυσιάζοντας έτσι τις προοπτικές για δραματουργικό ενδιαφέρον.
Σαφώς μεγαλύτερο παρουσιάζει ο προδότης της ιστορίας, ο William O’ Neal, τον οποίον η ταινία δεν επιθυμεί να σκιαγραφίσει αρνητικά, αλλά επιδιώκει να υπογραμμίσει τη δεινή θέση μέσα στην οποία βρέθηκε εγκλωβισμένος εξ’ αρχής. Ξεκινώντας ως ένας μικροεγκληματίας, υποχρεώθηκε να συνεργαστεί με το FBI με αντάλλαγμα την αποφυγή της πολύχρονης φυλάκισης και την παροχή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού. Η εσωτερική σύγκρουση αρχίζει να εμφανίζεται όσο μπλέκεται ενεργά στις δράσεις του κόμματος και γοητεύεται από την ιδεαλογία των συντρόφων του, με αποτέλεσμα όταν υποχρεώνεται να προδώσει τον Hampton, ο οποίος εκτελέστηκε μέσα στο σπίτι του όσο κοιμόταν, να οδηγείται σε ένα ηθικό αδιέξοδο, όπου τον τελευταίο λόγο έχει μονάχα η ατομική επιβίωση.
Όμως, το δράμα του χαρακτήρα συχνά παραγκωνίζεται προκειμένου να αναδειχθούν διαφορετικές πτυχές της ιστορίας. Λόγου χάρη, η παρουσία της κοπέλας του Hampton υπενθυμίζει τις προσωπικές θυσίες που καλούνται να κάνουν τα άτομα που αφιερώνουν τη ζωή τους σε έναν κοινωνικό αγώνα, ωστόσο επειδή ακριβώς ο Hampton έχει σκιαγραφηθεί ως ο απόλυτος ιδεαλιστής, ο μόνος τρόπος να ενδιαφέρθουμε για τις προσωπικές του θυσίες είναι με μια άγαρμπη επίκληση στο συναίσθημα, όπως και συμβαίνει προς το φινάλε.
Παράλληλα, η κάμερα του King προσπαθεί να αναδείξει και τα παρασκηνιακά παιχνίδια του FBI, το οποίο επιχείρησε να αποτρέψει τη μεγέθυνση του κινήματος με συχνά βίαιες και σκιώδεις μεθόδους. Και πάλι όμως, αν και δυνητικά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αυτή η θεματική δεν προλαβαίνει να αναπτυχθεί με κινηματογραφικά ικανοποιητικό τρόπο, χάνοντας την ευκαιρία για μια ιδεολογική σύγκριση του κρατικού μονοπωλίου της βίας με τη βία ως ύστατο μέσο υπεράσπισης από διάφορες κοινωνικά καταπιέσμενες ομάδες (βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, η ταινία μπορεί να μην εμβαθύνει, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν στέκεται αρνητικά απέναντι στις ένοπλες μεθόδους του κόμματος – για κάποιους αυτό ίσως να είναι και ένα αρκετά ριζοσπαστικό βήμα).
Μέσα σε όλα αυτά, το σενάριο αποφασίζει ξαφνικά να αφιερώσει σημαντικό χρόνο στην εκδίκηση ενός μέλους των Μαύρων Πανθήρων για την εκτέλεση του κολλητού του, υποπλοκή όμως που εισάγεται όσο ξαφνικά εξαφανίζεται, δημιουργώντας ερωτήματα για τη χρησιμότητα της συμπερίληψης της, καταχράζοντας χρόνο που θα μπορούσε να αφιερωθεί στη βελτίωση μιας εκ των παραπάνω υποπλοκών.
Εν ολίγοις, σεναριακά η ταινία καταπιάνεται με θέματα τα οποία είναι πρακτικώς αδύνατον να προσεγγισθούν ολοκληρωμένα μέσα σε μόλις ένα δίωρο, οπότε καταλήγει αδίκως παραφορτωμένη. Προς το τέλος της ταινίας, προβάλλεται ένα απόσπασμα της μιας και μοναδικής τηλεοπτικής συνέντευξης του O’ Neal, όπου ο δημοσιογράφος τον ρωτάει τι θα αποκρινόταν στον γιο του για εκείνη την περίοδο της ζωής της. Προσωπικά θεωρώ πως η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ήταν αρκετή για να εξελιχθεί σε μια τρομερά ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία ίσως και να αναδείκνυε καλύτερα ολόκληρο το κρατικό κύκλωμα που είχε στηθεί για να παρεμποδιστεί το κόμμα των Μαύρων Πανθήρων.
Παρά τις διάφορες ελλείψεις, δεν μπορεί να αγνοηθεί η δυναμική και εν μέρει τολμηρή και ωμή σκηνοθεσία του Shaka King, η οποία χειραγωγεί τα συναισθήματα των θεατών αναλογά με τις συνθήκες της πλοκής. Άλλωτε το πνίγει στην ένταση, άλλωτε εστιάζει στο δράμα χαρακτήρων καταγράφοντας τα κατάλληλα βλέμματα, ώστε να οπτικοποιήσει λιτά, αλλά αποτελεσματικά τα συναισθήματα των χαρακτήρων, αν και πιο σπάνια δεν αποφεύγει την παγίδα του μελοδραματισμού.
Τελικά, οι δύο κεντρικές ερμηνείες και μερικές σκόρπιες, αλλά ενδιαφέρουσες ιδέες καταφέρνουν να διατηρήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον για μια ταινία, η οποία προσπαθεί να μιλήσει για τα πάντα, ξεχνώντας το συναισθηματικό χρυσάφι που βρίσκεται στον πυρήνα της – το δράμα του προδότη O’ Neal που βρέθηκε μπλεγμένος σε μια κατάσταση που δεν επέλεξε και δεν μπορούσε να ξεφύγει. Στο πρόσωπο του συμβολίζεται η τόσο η κρατική αυθεραισία και βία, η οποία κρυμμένη μέσα σε σκιές λειτουργεί κυρίως με όρους μαφίας, όσο και η εργαλειοποίηση των αναγκών ενός ατόμου, το οποίο για να επιβιώσει καλείται να δράσει ενάντια στις ομάδες που παλεύουν για τα δικαιώματά του. Και κάπως έτσι, αγνοώντας ή καλύτερα παραμερίζοντας αυτές τις διαστάσεις του χαρακτήρα, περιορίζονται και οι ριζοσπαστικές προοπτικές της ταινίας για χάρη μιας πιο συντηρητικής κατεύθυνσης.