Παρακολουθώντας κανείς την φιλμογραφία του Steven Soderbergh, διαπιστώνει με περίσσεια ευκολία πως πρόκειται για έναν δημιουργό που αρνείται να επαναπαυτεί σε γνώριμες λύσεις και τρεις δεκαετίες μετά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο συνεχίζει να προσεγγίζει το υλικό του με το πάθος και την ευρηματικότητα ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Κατά μία έννοια λοιπόν, ήταν μάλλον αναπόφευκτο η πρωτοφανής συνθήκη του λοκντάουν και ο χωρικός περιορισμός που εκείνη επέβαλλε να αποτελέσει αφορμή για ακόμη έναν καλλιτεχνικό πειραματισμό για τον δαιμόνιο Soderbergh.
Ωστόσο, στη νέα του ταινία, Kimi, το θέμα δεν είναι η πανδημία. Η παρουσία της γίνεται αντιληπτή, αλλά ποτέ δεν τονίζεται ιδιαίτερα, πέρα από την ύπαρξη κάποιων μασκών και αρκετών αντισηπτικών. Παρά τα όσα υπονοεί η σύνοψη και η εγκληματικά απούσα προώθηση της ταινίας, η Kimi δεν αφορά την πανδημία, αλλά τοποθετείται σε έναν κόσμο που λαμβάνει χώρα μετά από αυτήν (μάλλον), όπου κάποιες συνήθειες που επέβαλλε συνεχίζονται να διατηρούνται ζωντανές από ένα μέρος του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, το νέο πόνημα του Soderbergh ενδιαφέρεται περισσότερο για τα παρανοϊκά θρίλερ προηγούμενων δεκαετιών, συνδυάζοντας το θρίλερ δωματίου αλα Rear Window με την παράνοια του Blow Out.
Στην ταινία, της οποίας το σενάριο υπογράφει ο David Koepp, πρωταγωνιστεί η Angela (Zoë Kravitz), μια αγοραφοβική γυναίκα που τρέμει στην ιδέα να βγει στην πόλη, ακόμα και αν πρόκειται για την καντίνα κάτω από το διαμέρισμά της. Πλέον, ολόκληρη η ζωή της προχωρά με τη βοήθεια και την ασφάλεια που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Η επικοινωνία με την μητέρα της, το φλερτ με τον γείτονα, η εργασία της, τα πάντα ξεκινούν και ολοκληρώνονται μέσα στο (ευρύχωρο και στιλάτο) διαμέρισμά της.
Κατά τη διάρκεια της εργασίας της, όπου χρειάζεται να ακούει τις «συνομιλίες» της ηλεκτρικής συσκευής Kimi (κάτι αντίστοιχο της Alexa) με τους χρήστες, ώστε να διορθώνει τον αλγόριθμο και να βελτιώνει την εξυπηρέτηση των χρηστών, «πιάνει» έναν περίεργο ήχο – μια γυναικεία κραυγή, έναν τσακωμό ίσως. Το συμβάν την ταράσσει για τους προφανείς, αλλά και πιο προσωπικούς λόγους, και προσπαθεί να το αναφέρει άμεσα στους προϊσταμένους της. Για να τα καταφέρει όμως, χρειάζεται να ξεπεράσει τον μεγαλύτερο φόβο της, να βγει έξω και να πάει στα γραφεία της εταιρίας της. Ένας εφιάλτης!
Η ορεξάτη σκηνοθεσία του Soderbergh ξεδιπλώνεται ήδη από τις πρώτες σεκάνς, όταν μετατρέπει μια απόλυτα μπανάλ συνθήκη (εργασία από το σπίτι) σε αισθητικά άρτιες εικόνες, ενώ συνεχίζει με την μινιμαλιστική, αλλά στοχευμένη παροχή των απαραίτητων πληροφοριών με απόλυτα οπτικό τρόπο. Η κάμερα ακολουθεί την Angela έχοντας στο επίκεντρο του πλάνου την Kimi και αμέσως γίνεται κατανοητό πως η εξελιγμένη συσκευή είναι πανταχού παρούσα, εισάγοντας μια από τις θεματικές της ταινίας. Τα σκηνοθετικά τερτίπια επανέρχονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, όπως εκείνες τις φορές που η Angela «αποκόβεται» από το περιβάλλον της, βάζοντας ακουστικά και το βουητό της πόλης αντικαθίσταται από την απόλυτη σιγή. Αυτή η σφιχτή, αλλά μονίμως εφευρετική σκηνοθεσία διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον, παρ’ ότι το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής ξεδιπλώνεται μέσα σε τέσσερις τοίχους.
Ωστόσο, ο Soderbergh μεγαλουργεί, όταν η Angela βγαίνει τελικά από το διαμέρισμά της. Η κίνηση της κάμερας, άγαρμπη και αιθέρια την ίδια στιγμή, δίνει την αίσθηση πως κάποιο μεταφυσικό πλάσμα κυνηγά τη νεαρή γυναίκα που κουκουλωμένη και εμφανώς τρομαγμένη προχωράει βιαστικά, σέρνεται σε όποιον τοίχο βρει εύκαιρο νιώθωντας πως ολόκληρη η πόλη κρύβει μια εν δυνάμει απειλή. Και κάπως έτσι, σε μια ταινία που ελάχιστη σχέση έχει με τον τρόμο, εμφανίζεται ξαφνικά μια από τις πιο έντονες σεκάνς της πρόσφατης μνήμης, μια απροσδόκητη σκηνή ανθολογίας.
Προέκταση της συναρπαστικής σκηνοθεσίας αποτελεί η ερμηνεία της Kravitz. Εφόσον όλη η ταινία στήνεται γύρω από εκείνη, ο ρόλος της αποκτά καθοριστική σημασία και εκείνη δεν απογοητεύει ούτε στιγμή. Βασικά γνωρίσματα του χαρακτήρα της αποδίδονται με τρόπο οργανικό, μέσα από μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς της, οι οποίες όμως αποκαλύπτουν σημαντικές πληροφορίες για την μισή ντουζίνα φοβιών, αλλά και τις προβληματικές σχέσεις με κοντινά της πρόσωπα. Η Kravitz αρχικά κινείται με αργόσυρτους ρυθμούς, λες και έχει χάσει κάθε όρεξη για ζωή και κάθε πράξη της αποτελεί κομμάτι μιας καθημερινής ρουτίνας που αναπαράγει δίχως σκέψη, αλλά μετατρέπεται σε ένα πλάσμα γεμάτο ενέργεια και δυναμικότητα, όταν καλείται να παλέψει για ο, τι θεωρεί σωστό.
Ίσως, πιο αδικημένο να είναι το σενάριο του Koepp, το οποίο εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί ως κοινότυπο. Στην πραγματικότητα, όμως, όχι μόνο συγχρονίζεται απόλυτα με την οικονομική αφήγηση του Soderbergh, αλλά αποφεύγει έξυπνα την παγίδα της τεχνοφοβίας, ενώ σε κρίσιμα σημεία της πλοκής αναδεικνύει τη σημασία της συλλογικής δράσης ως το μόνο μέσο προστασίας απέναντι στην ολοένα κι αυξανόμενη εξουσία των τεχνολογικών κολοσσών. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η ταινία διεκδικεί έναν διακριτικό, αλλά άξιο αναφοράς πολιτικό λόγο, ο οποίος δίνει νόημα στην αγοραφοβία της Angela, χωρίς να την περιορίζει σε μια απλή αναφορά στην εποχή της πανδημίας.
Σε μια βιομηχανία που προσφέρει διαρκώς μαξιμαλιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες μπας και κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού (δε λέω, χρειάζονται και αυτές!), ταινίες σαν την Kimi αποτελούν μια μικρή όαση ελπίδας πως ο απλός, αλλά ουσιαστικός κινηματογράφος, εκείνος που μπορεί να μεγαλουργήσει με ελάχιστα υλικά, δεν έχει πεθάνει ακόμα. Ζει και αναπνέει σε χαμηλόφωνες κυκλοφορίες, όπως αυτή, που μπορεί να μην έχουν την τύχη να περάσουν από την σκοτεινή αίθουσα, αλλά διαθέτουν την απαραίτητη κινηματογραφική αίγλη και με το παραπάνω.
Για ακόμη μια φορά, ο Soderbergh δηλώνει παρών και ο κινηματογράφος ξεφυσάει με ανακούφιση.