Ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του Star Wars: The Last Jedi ήταν η απόπειρα του Rian Johnson να διαχειριστεί την κληρονομιά των προηγούμενων ταινιών, κοιτάζοντας παράλληλα προς το μέλλον. Σίγουρα, η ταινία τελικά δίχασε πολλούς, ωστόσο ήταν μια σπάνια στιγμή στην κινηματογραφική ιστορία του franchise, όπου συνυπήρξαν αρμονικά στοιχεία απ’ όλες τις τριλογίες. Καθόλου τυχαία, μια απ’ τις βασικές θεματικές της ταινίας ήταν ο τρόπος που διαχειρίζεται κανείς την βαρειά κληρονομιά του, όπως φάνηκε και απ’ την υποπλοκή του Ben Solo/Kylo Ren, ο οποίος έφτασε στο σημείο να θέλει να “σκοτώσει” το παρελθόν του, ώστε να μπορέσει επιτέλους να προχωρήσει προς το μέλλον. Ωστόσο, αυτή η επιρροή του παρελθόντος στις παροντικές και μελλοντικές ζωές μας φαίνεται πως απασχολεί ιδιαίτερα τον Βρετανό σκηνοθέτη ήδη από το εντυπωσιακό διαμαντάκι επιστημονικής φαντασίας, το Looper, στο οποίο ο Bruce Willis ταξιδεύει στο παρελθόν και μεταξύ άλλων τα βάζει και με τον παλιό του εαυτό σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την εμφάνιση ενός εγκληματία.
Το φετινό Knives Out ακολουθεί και εκείνο παρόμοιο μονοπάτι, με την έννοια της κληρονομιάς (με την κυριολεκτική και την μεταφορική της έννοια) να λαμβάνει κεντρικό ρόλο, αυτή τη φορά όμως σε ένα αρκετά διαφορετικό πλαίσιο, αφού η επιστημονική φαντασία δίνει τη θέση της στο μυστήριο. Μέσα από την αναζήτηση των συνθηκών που οδήγησαν έναν δημοφιλή συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών στην αυτοκτονία, ο ντετέκτιβ Benoit Blanc θα έρθει σε επαφή με τα παιδιά και τα εγγόνια του συγγραφέα και το σενάριο θα βρει την ευκαιρία να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίον η επιτυχία του πατέρα έχει καθορίσει τη ζωή των παιδιών του, αμφισβητώντας τελικά την ικανότητα τους να διαχειριστούν την τεράστια οικονομική και καλλιτεχνική κληρονομιά που τους αφήνει.
Το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής λειτουργεί ως μια αλληγορία για τη σύγχρονη Αμερικάνικη κοινωνία. Στο στόχαστρο του Johnson μπαίνει η αστική τάξη και η ψευδαίσθηση της πως της ανήκουν πράγματα για τα οποία δεν έχει στάξει ούτε μισή σταγόνα ιδρώτα, οι ακροδεξιές φωνές της αμερικάνικης κοινωνίας που βλέπουν στο πρόσωπο των μεταναστών τη σπίλωση της αυθεντικής αμερικάνικης κληρονομιάς, αλλά και τα διαδικτυακά trolls, που από το 2017 αντιμετωπίζουν τον Johnson ως τον άνθρωπο που αλλοίωσε με το προσβλητικό όραμα του τα αριστουργήματα του George Lucas.
Εκτός όμως από την άσκηση κριτικής στα κακώς κείμενα της σύγχρονης Αμερικής, ο Johnson επιθυμεί να τιμήσει και το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, προσφέροντας πάνω απ’ όλα δύο απολαυστικές ώρες αγωνίας και σπαζοκεφαλιάς. Έτσι, βρίσκει διάφορους τρόπους να τιμήσει συγγραφείς όπως η Agatha Christie, τοποθετεί τη δράση της ταινίας στο εσωτερικό μιας ευρύχωρης έπαυλης που μοιάζει να ξεπήδησε απ’ το Cluedo, ενώ ακόμα και τα σκηνικά, όπως η στρογγυλή σύνθεση με τα μαχαίρια, προσδίδουν μια παλπ αισθητική στην ταινία.
Αυτοί οι δύο, εν μέρει αντιφατικοί στόχοι του Johnson θα μπορούσαν να αποδειχτούν καταστροφικοί για τη συνοχή της ταινίας. Αν και ο συνδυασμός τους δεν δουλεύει στην εντέλεια, το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύεται εξαιρετικά δυνατό και στέκεται όρθιο μέχρι και το φινάλε, επειδή ο Johnson αποφεύγει την υιοθέτηση σοβαροφανούς ύφους. Αντίθετα, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, γνωρίζοντας πως είναι αδύνατο να εξερευνήσει σε βάθος όλα αυτά τα ζητήματα που αποφάσισε να αγγίξει.
Έτσι, επιλέγει αρχικά να ενσωματώσει τις γνώριμες δόσεις χιούμορ του που συναντάμε σε κάθε του ταινία, αλλά και να παρουσιάσει όλους τους χαρακτήρες σαν καρικατούρες, οι οποίες εκφράζουν μια εξαιρετικά απλοποιημένη εκδοχή της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο πρωταγωνιστής του, ο ντετέκτιβ Benoit Blanc διαθέτει μια εκκεντρικότατη νοτιο-αμερικάνικη προφορά, η Marta της Ana de Armas είναι τόσο αγιοποιημένη, ώστε να έχει ακόμα και “αλλεργία” στο ψέμα, ενώ όλη η οικογένεια του συγγραφέα αποτελεί ένα σύνολο καρικατουρίστικων χαρακτήρων που σχολιάζουν με εντελώς προφανή, αλλά ξεκαρδιστικό τρόπο την αστική τάξη.
Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε εύκολα να εκτροχιάσει το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει χάρη στους σπουδαίους ηθοποιούς που συμμετέχουν. Αν και όλοι τους -από τον Michael Shannon μέχρι την Toni Collette (Hereditary) και απ’ τον Christopher Plummer μέχρι την Jamie Lee Curtis- ερμηνεύουν τους ρόλους τους με περίσσια θεατρική υπερβολή, καταφέρνουν τελικά να διατηρήσουν τις σωστές ισορροπίες, παρουσιάζοντας διακριτές προσωπικότητες, χωρίς όμως να υπερσκιάζουν το ταιριαστό πρωταγωνιστικό δίδυμο.
Σκηνοθετικά, ο Johnson προσεγγίζει με φανερή όρεξη το -κατά βάση θεατρικό- σενάριο του και με τη συμβολή κάποιων γνώριμων όπλων του, όπως η παρουσίαση των ίδιων γεγονότων από διαφορετικές οπτικές, καταφέρνει να διατηρήσει ζωντανό το ενδιαφέρον μέχρι τέλους, ακόμα και όταν η αποκάλυψη του μυστηρίου μοιάζει να έχει ήδη εν μέρει προδοθεί ήδη. Ωστόσο, για να καταφέρει να διατηρήσει ζωντανό το ενδιαφέρον, το σενάριο επιχειρεί μερικές αχρείαστες απανωτές ανατροπές, οι οποίες προσπαθούν να πείσουν τους θεατές πως η πλοκή είναι πιο έξυπνη απ’ ότι νομίζαμε, φθηναίνοντας έτσι το μυστήριο της ταινίας.
Συνοψίζοντας, η φετινή κινηματογραφική απόπειρα του Rian Johnson συμπυκνώνει την ουσία του ως σκηνοθέτη, αφού περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία -αρνητικά και θετικά- που τον έχουν ξεχωρίσει και φαίνεται πως τον απασχολούν. Παράλληλα, προσφέρει έναν φρέσκο αέρα στο είδος του whodunnit, συνδυάζοντας την κοινωνική σάτιρα με το απολαυστικό μυστήριο. Παρά τα επιμέρους ψεγάδια της όμως, οι σπουδαίες ερμηνείες απ’ τα ερμηνευτικά μεγαθήρια που συμμετέχουν, αλλά και η φρέσκια σκηνοθεσία του Johnson μετατρέπουν την ταινία σε κάτι παραπάνω από μια αξιόλογη ταινία, η οποία προσωπικά είμαι σίγουρος πως θα μου κρατάει καλή συντροφιά, όταν πιάνουν τα κρύα και ψάχνω δικαιολογία να πιω μια ζεστή σοκολάτα.