Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που υποδύονται οι Olivia Colman (The Favourite) και ο David Thewlis (Anomalisa) δεν θα μπορούσε να είναι πιο κοινότυπο. Μέσης ηλικίας, με φυσιογνωμίες που αν βρίσκονταν σε ένα πλήθος δεν θα βοήθαγαν να τους εντοπίσει κανείς με ευκολία, ζουν σε ένα εξίσου αδιάφορο σπίτι (μόλις μετακόμισαν στη Γαλλία), προσπαθώντας να επιβιώσουν οικονομικά. Το μόνο που τους διαφοροποιεί από την χρυσή μετριότητα είναι η αγάπη τους για το σινεμά. Δεν πρόκειται απλά για σινεφίλ, για άτομα που ξέρουν απ’έξω κάθε ατάκα, κάθε ηθοποιό και όλες τις χρήσιμες ημερομηνίες, αλλά συλλέγουν μανιωδώς, ακόμα κι όταν δεν τους περισσεύουν χρήματα, αντικείμενα κινηματογραφικής αξίας. Αφίσες, αυτόγραφα, κι άλλα τέτοια όμορφα που έχουν αξία παρά μόνο στα μάτια ενός εμμονικού συλλέκτη. Εν ολίγοις, αν δεν υπήρχε η αρχική καρτέλα που εμφανίζεται σε κάθε επεισόδιο του Landscapers, ώστε να μας υπενθυμίσει πως το ζευγάρι θα καταλήξει στη φυλακή με την κατηγορία της δολοφονίας (η σειρά βασίζεται σε αληθινά γεγονότα), δεν θα το πιστεύαμε.
Μάλιστα, όσο περνάνε τα επεισόδια γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό ο λόγος που η σειρά δεν φοβήθηκε να μοιραστεί από τόσο νωρίς την κατάληξη της πλοκής, σε ένα είδος που συνήθως αυτό το κομμάτι είναι το πιο σημαντικό – ακόμα κι όταν μιλάμε για πραγματικά συμβάντα. Γρήγορα γίνεται φανερό πως μυστήριο δεν υπάρχει, η αλήθεια ίσως δεν έχει και νόημα, αφού το ζευγάρι επιμένει να ισχυρίζεται πως είναι αθώο, ενώ όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν το αντίθετο. Μακράν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της σειράς είναι η μεταξύ τους σχέση, αυτή η τόσο περίεργη σχέση αλληλεξάρτησης που αναπτύσσουν. Εκείνη αναζητά κάποιον να της αποδείξει πως δεν είναι απίθανο να αγαπηθεί και εκείνος ψάχνει κάποιο «ευαίσθητο» άτομο, από εκείνα που έχει μάθει και έχει ανάγκη να προστατεύει. Χέρι-χέρι, χαμένοι στον δικό τους κινηματογραφικό κόσμο, μετατρέπουν τις ζωές τους σε σκηνές από ταινίες –ασπρόμαυρες ρομαντικές κομεντί, γουέστερν κ.α- μπας και καταφέρουν να δραπετεύσουν από τη σκληρή και σαφώς πιο μπανάλ καθημερινότητά τους.
Η σκηνοθεσία του Will Sharpe αντιλαμβάνεται πλήρως τα δυνατά χαρτιά του σεναρίου (γραμμένο από τον Ed Sinclair) και τα αντιμετωπίζει με την πρέπουσα σημασία. Έτσι, από τη μια αφήνει τα ερμηνευτικά μεγαθήρια να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει πανηγυρικά. Ο Thewlis ερμηνεύει έναν παγερό, πεισματάρη και αυτοκαταστροφικό άντρα που δεν κάνει βήμα πίσω από το σχέδιο που έχουν καταστρώσει, ενώ η Colman παραδίδει, δίχως υπερβολή, μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της. Ευαίσθητη, καταρρέει στην ιδέα όχι της φυλακής, αλλά του χωρισμού από τον άντρα της, απέχει αρκετά από την εγκληματική ιδιοφυία, ραγίζοντας σε χίλια κομμάτια τις καρδιές των θεατών. Σπουδαία!
Από την άλλη, μην έχοντας κάποιο ουσιαστικό μυστήριο να ξεδιπλώσει (κι η αλήθεια είναι πως και τα τέσσερα επεισόδια φαντάζουν ελαφρώς υπερβολικά), η σκηνοθετική ματιά οπτικοποιεί με ευφυή τρόπο μια προδιαγεγραμμένη ιστορία, παίζοντας με την κινηματογραφική εμμονή του ζευγαριού. Σκηνές μοιάζουν βγαλμένες από ταινίες, παρελθοντικά γεγονότα ξετυλίγονται μέσα από οθόνες, γεγονότα παρουσιάζονται σαν θεατρικές σκηνές με αποκορύφωμα αυτής της προσέγγισης να αποτελεί η ανάκριση του τρίτου επεισοδίου. Το ζευγάρι έχει φιλτράρει τη ζωή του μέσα από τον κινηματογράφο, έχει τοποθετήσει τους εαυτούς του στη θέση των αγαπημένων του ηρώων και το τηλεοπτικό αποτέλεσμα είναι αποστομωτικό!
Τελικά, το Landscapers αποδεικνύεται μια σειρά μυστηρίου, όπου το μυστήριο απουσιάζει, αλλά η υπερστυλιζαρισμένη σκηνοθεσία και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί συνδυάζεται άψογα με τις υποδειγματικές ερμηνείες δύο σπουδαίων ηθοποιών και το αποτέλεσμα τελικά αποζημιώνει με το παραπάνω.