Τι κι αν κουβαλάει στις πλάτες του δεκαετίες κινηματογραφικής καριέρας; Ο Steven Soderbergh διατηρεί αναλλοίωτη μέχρι σήμερα την πειραματική όρεξη που συναντάται σε πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες – απόδειξη ολόκληρη η φιλμογραφία του, η οποία μεταπηδά με τρομερή ευκολία από τις άκρως εμπορικές ταινίες (π.χ Ocean’s Trilogy) σε πονήματα με έντονα πειραματική διάθεση (εε, τι να πρωτοπούμε εδώ;).
Εδώ και μια διετία, αρχής γενομένης από το Unsane του 2018, o Soderbergh έχει εστιάσει το ενδιαφέρον του στη χρήση των νέων κινηματογραφικών μέσων, όπως τα smartphones, ενώ θεματικά αναδεικνύει τα συλλογικά και προσωπικά αδιέξοδα της ζωής στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού, μεταπηδώντας μαεστρικά από το ένα είδος στο άλλος, καταφέρνοντας τελικά να γεφυρώσει το υποτιθέμενο χάσμα ανάμεσα στον σκεπτόμενο κινηματογράφο και το σινεμά είδους, δίχως να κάνει εκπτώσεις στην ουσία των νοημάτων ή την απόλαυση που αναζητά κανείς στο δεύτερο. Κάπως έτσι, το αγωνιώδες Unsane καταλήγει να μιλάει για τα δεινά που προκαλεί η ιδιωτικοποίηση της υγείας, ενώ στο High Flying Bird το μπάσκετ λειτουργεί ως αφορμή για την ανάδειξη μιας σύγχρονης μορφής δουλείας με σαφώς πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά, ανταλλάσσοντας αμύθητα πλούτη με τον πλήρη έλεγχο της ζωής των υποκειμένων, ενώ και οι άλλες δύο ταινίες (Logan Lucky, The Laundromat) εξερευνούν άλλες πτυχές της ζωής στον νεοφιλελεύθερο κόσμο μας.
Η φετινή ταινία του, Let Them All Talk, αλλάζει ρότα και στρέφει το ενδιαφέρον της σε μια συγγραφέα, την Alice (Meryl Streep) που με αφορμή τη βράβευση της, καλεί δύο παλιές της φίλες με τις οποίες έχει να μιλήσει για δεκαετίες, σε μια κρουαζιέρα με σκοπό να καλύψουν τον χαμμένο τους χρόνο. Ωστόσο, η σχέση τους είναι τεταμμένη και η αμηχανία κυριαρχεί στις συζητήσεις τους. Ο λόγος είναι πως ένα από τα βιβλία της φαίνεται πως επηρέασαν δραματικά τη ζωή της μιας εκ των δύο γυναικών, της Roberta (Candice Bergen), με αποτέλεσμα εκείνη να νιώθει προδωμένη.
Το βασικό χαρακτηριστικό της ταινίας είναι πως αν και ο βασικός κορμός της πλοκής βασίζεται σε διήγημα της Deborah Eisenberg, το σενάριο προέκυψε μέσω αυτοσχεδιασμών με τα μέλη του καστ να γνωρίζουν πού έπρεπε να καταλήξει κάθε σκηνή, αγνοώντας το πώς. Αν και αυτό είναι εμφανές σε κάθε σκηνή, σε κάθε διάλογο της ταινίας, όπου οι ηθοποιοί μοιάζουν να κομπιάζουν, να μην ξέρουν τι να πουν και πώς να συμπεριφερθούν, τελικά αυτό λειτουργεί εν μέρει υπέρ της ταινίας, αφού αποδίδει το χάσμα επικοινωνίας που προκύπτει ύστερα από την έλλειψη επαφής για πάνω από δύο δεκαετίες. Δυστυχώς, όμως, της στερεί την ευκαιρία να διαμορφώσει κάποια κεντρική θεματική την οποία και θα εξελίξει μέχρι τέλους. Έτσι, περισσότερο μοιάζει με μια καταγραφή της ζωής των γυναικών στη διάρκεια της κρουαζιέρας, παρά μια ενδοσκόπηση για τα περασμένα χρόνια ή τα λάθη του παρελθόντος, όπως θα περίμενε κανείς από τη σύνοψη της ταινίας.
Η πειραματική προσέγγιση της σκηνοθεσίας επηρεάζει και την απόδοση των ερμηνειών, αφού για παράδειγμα η Alice καταλήγει εξαιρετικά αινιγματική, άρα προσφέρει ελάχιστες ευκαιρίες στην Streep να εμβαθύνει στον χαρακτήρα της. Εκείνη που φαίνεται να νιώθει πιο άνετα στο ρόλο της είναι η Candice Bergen που το βλέμμα της κρύβει έναν συνδυασμό οργής και απογοήτευσης, προβάλλοντας μια απότομη συμπεριφορά ως μηχανισμό αυτοάμυνας, ενώ η Dianne Wiest διαθέτει ελάχιστο χρόνο επί οθόνης, ώστε να προσφέρει κάτι ουσιαστικό.
Σκηνοθετικά, ο Soderbergh δεν καινοτομεί, επιστρατεύοντας την αισθητικά γνώριμη φωτογραφία και το χαρακτηριστικό του μοντάζ. Με τη βοήθεια της πρώτης, λούζει το Queen Mary II στα ζεστά χρώματα, ενώ με το δεύτερο αντιπαραβάλλει τις πολυτελείς ανέσεις που προσφέρει το πλοίο, όπως η πισίνα, τα διώροφα διαμερίσματα(!) ή ακόμα και το πλανητάριο (!!) με τους αφανείς ήρωες που δουλεύουν πίσω από κλειστές πόρτες σε υπόγεια προκειμένου οι πελάτες να περάσουν ένα ξέγνοιαστο ταξίδι.
Συνοψίζοντας, η νέα ταινία του Soderbergh για το ΗΒΟ MAX μπορεί να μην λειτουργεί στην εντέλεια, αλλά ελάχιστη σημασία έχει. Ο αγαπητός σκηνοθέτης αποδεικνύει για ακόμη μια φορά πως δεν τον ενδιαφέρουν τα βραβεία και η κινηματογραφική δόξα, αλλά ο διακριτικός δρόμος της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Έτσι, συνεχίζει τον μοναχικό δρόμο που έχει επιλέξει εδώ και χρόνια, κάνοντας πράγματα που ευχαριστιέται. Ως αποτέλεσμα, σ’ ένα κινηματογραφικό τοπίο όπου οι CEO των εταιριών παραγωγής έχουν τον τελευταίο λόγο, οι ταινίες του Soderbergh αποτελούν μια όαση – ακόμα και όταν αδυνατούν να συναγωνιστούν τις κορυφές της ξεχωριστής φιλμογραφίας του.