Όταν ο καταξιωμένος δημιουργός Paul Thomas Anderson αναρωτήθηκε πώς αντιλαμβάνεται τον έρωτα, έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Τότε, το μυαλό του κατακλύστηκε με πολύχρωμες εικόνες κι αναμνήσεις μιας άλλης εποχής: αρώματα καλοκαιριού, εφηβικά σκιρτήματα, ξέγνοιαστα γέλια, παιχνιδιάρικη μουσική… Αυτό ήταν. Μόλις σκαρφίστηκε τη νέα του ταινία, την οποία βάφτισε, ευφάνταστα, “Licorice Pizza”, εμπνευσμένος από το όνομα ενός δισκάδικου θαμμένου στις νεανικές του μνήμες.
Η χαριτωμένη ιστορία που αφηγείται ο Anderson περιστρέφεται γύρω από την ιδιόμορφη αλληλεπίδραση μεταξύ δύο νέων που ερωτεύονται κεραυνοβόλα, του 15χρονου Gary Valentine και της κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερής του Alana Kane, στο San Fernando Valley του Los Angeles, το 1973. Ο φακός του βετεράνου πια σκηνοθέτη (Boogie nights, There Will Be Blood, Phantom Thread) εστιάζει στις ποικίλες διακυμάνσεις αυτής της σχέσης, καθώς και στις αμοιβαίες, συχνά άστατες, συμπεριφορές και προβληματισμούς των πρωταγωνιστών, για τους ίδιους, το μέλλον τους αλλά και το ηλικιακό τους χάσμα, το οποίο μοιάζει να τους εμποδίζει ανυπέρβλητα από το να καταλήξουνε μαζί. Όλα αυτά, σε μία εποχή και μία τοποθεσία προνομιούχο, όπου όλοι οι δρόμοι φαίνονται ανοιχτοί, για καριέρα στον χώρο του θεάματος, επιχειρηματικές επενδύσεις… Εν ολίγοις, για την πραγματοποίηση του Αμερικανικού Ονείρου.

Το εύθυμο και πρωτότυπο σενάριο κινείται σε πολλά επίπεδα, δίχως πάντως η ταινία, πέρα από τον κεντρικό πυρήνα του εφηβικού ειδυλλίου, να παρουσιάζει ορισμένη πλοκή. Ο σκηνοθέτης δεν αποσκοπεί να εξιστορήσει απλώς την εξέλιξη μιας ιστορίας αγάπης. Κυρίως, επιθυμεί να προσφέρει στον θεατή ένα ταξίδι στον χρόνο, στα μακρινά 70s, στο μέρος όπου πέρασε κι εκείνος τα παιδικά του χρόνια. Πράγματι, τα φωτεινά και συνάμα vintage χρώματα, η αισθητικά άψογη φωτογραφία, οι ενδυματολογικές επιλογές, το μοντάζ που προσδίδει ρυθμό, η ζαλιστική κινητικότητα της κάμερας, και, φυσικά, η προσεγμένη επιλογή μουσικών κομματιών της εποχής (με αυτόν τον τρόπο ο Anderson πλέκει το εγκώμιο σε καταξιωμένους καλλιτέχνες για τους οποίους σαφώς τρέφει θαυμασμό και ο ίδιος, όπως οι David Bowie, the Doors, Paul McCartney) διαμορφώνουν μια νοσταλγική ατμόσφαιρα, μας εισάγουν στο κλίμα μιας Αμερικής απελευθερωμένης, μέσα από τη ματιά εφήβων που περνούνε τον καιρό τους εξισορροπώντας χορούς, φλερτ και διασκεδάσεις με στενοχώριες, απογοητεύσεις και ανησυχία για τη θέση τους στον κόσμο.
Ακόμα, ο σκηνοθέτης δεν παραλείπει τις αναφορές σε αρκετές προσωπικότητες και στιγμιότυπα της τότε επικαιρότητας, προσδίδοντας έτσι στην ταινία του χαρακτήρα σπονδυλωτό, καταργώντας τα σύνορα πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Όμως, αυτές οι επιμέρους μικρές διηγήσεις δεν κατορθώνουν πάντοτε να παραμείνουν μεταξύ τους ποιοτικά ισάξιες. Για παράδειγμα, ο Bradley Cooper, που ενσαρκώνει τον απρόβλεπτο και οξύθυμο παραγωγό ταινιών John Peters, εμφανίζεται σε ένα τμήμα του συνολικού φιλμ που παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον και ασταθή ροή σε σχέση με την εμφάνιση του Benny Safdie, ο οποίος ενσαρκώνει τον τότε υποψήφιο δήμαρχο του Los Angeles Joel Wachs. Ειδικότερα για τον Wachs, αξίζει να σημειωθεί το κοινωνικό σχόλιο που απευθύνει ο Anderson, σε σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και κατ’ επέκταση, τις δυσκολίες ανέλιξης του πολιτικού αυτού προσώπου.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, οφείλουμε να μνημονεύσουμε το εντυπωσιακό ταλέντο και την εκφραστικότητα των (πρωτοεμφανιζόμενων στη μεγάλη οθόνη!) ηθοποιών που υποδύονται τους δύο κεντρικούς ήρωες. Ο λόγος για τον νεαρό Cooper Hoffman, υιό (διόλου τυχαίο) του αποβιώσαντος Philip Seymour Hoffman, ο οποίος μας έχει χαρίσει μοναδικές ερμηνείες στη καριέρα του, που τόσο άδοξα διακόπηκε (Capote, The Master– δια χειρός Paul Thomas Anderson, ας σημειωθεί), και την Alana Haim, το κορίτσι με το αποφασιστικό βλέμμα, η οποία είναι μέλος συγκροτήματος που δημιούργησε με τις αδερφές της.

Η ταινία, γενικώς, αφήνει πίσω της ένα κλίμα εύθυμο, ίσως μεθυστικό. Ο πολύχρωμος καμβάς πάνω στον οποίο είναι στημένη, η ακαθόριστη αίσθηση του αυτοσχέδιου, του απρόβλεπτου, του διασκορπισμένου, καθώς και η ανθρώπινη, προσιτή υπόσταση των χαρακτήρων της σε φέρνουν παράξενα κοντά στην παραμυθένια της πραγματικότητα. Αν και τα στοιχεία του δυναμισμού και της εγρήγορσης απουσιάζουν σε κάποια σημεία του ελαφρώς σπονδυλωτού σεναρίου της, η ταινία προσφέρει απλόχερα, μέσα από την καρδιά της- άλλωστε, ποιος είπε ότι οι ταινίες δεν έχουνε καρδιά, και μάλιστα ταινίες σαν κι αυτή, που υμνούνε την αθώα, νεανική αγάπη;- ένα συναισθηματικό φινάλε, τη γεφύρωση ενός χάσματος φαινομενικά αγεφύρωτου. Ας κρατήσουμε λοιπόν από το παραμύθι του Anderson πως, εάν μας συμβεί να γνωρίσουμε ένα άτομο ικανό να μας γεμίσει ευτυχία, μπορούμε να θέσουμε φραγμούς στα τείχη που επιθυμεί να υψώσει γύρω μας ο εγωισμός, η υπερηφάνια ή η ανωριμότητά μας. Ύστερα, όταν καταφέρουμε κάτι τέτοιο, δε μας μένει παρά να ακολουθήσουμε την καρδιά μας. Κι αν δε μας βγάλει πουθενά, δεν πειράζει. Ακόμα και τότε, θα γνωρίζουμε πως, έστω για μια ιδεατή στιγμή, αισθανθήκαμε αμοιβαία ερωτευμένοι.
