Ένα διαχρονικό πρόβλημα των κόμικς είναι η τάση των εκδοτικών να επαναφέρουν δημοφιλείς χαρακτήρες ξανά και ξανά, ακόμα και όταν εκείνοι έχουν πεθάνει. Από τη μια, τούτη η πρακτική τους διατηρεί παντοτινά νέους και δυνατούς για νέες, ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες, προσφέροντας ικανοποίηση στους πιστούς αναγνώστες που εύχονται να διαβάζουν τις περιπέτειες των αγαπημένων τους χαρακτήρων μέχρι τα βαθειά τους γεράματα. Από την άλλη, στερεί οποιουδήποτε είδους βαρύτητα σε αυτές τις περιπέτειες, αφού ακόμα και το ενδεχόμενο του θανάτου πρέπει να θεωρείται αναστρέψιμο, οπότε καμιά θυσία δεν έχει ουσιαστική σημασία.
Στα πλαίσια του MCU, η χαρακτηριστικότερη περίπτωση εφαρμογής αυτής της τάσης είναι ο σκανταλιάρης αδερφός του Thor, ο Loki, ο οποίος είχε ήδη «πεθάνει» μερικές φορές προτού έρθει το οριστικό τέλος από τον Thanos στο Infinity War. Ωστόσο, το χρονικό ταξίδι που έλαβε χώρα στο Endgame, έδωσε την ευκαιρία στην Marvel να επαναφέρει τον δημοφιλή χαρακτήρα δίνοντας του μια ολοδικιά του τηλεοπτική σειρά, αναιρώντας για ακόμη μια φορά –έστω και σε συναισθηματικό επίπεδο- κι αυτόν τον θάνατό του.
Κάπως έτσι, η σειρά του Loki όφειλε να πείσει για την σημασία της, να αποδείξει πως δεν πρόκειται για ακόμη μια τηλεοπτική προσθήκη της Marvel που έχει ως μοναδικό λόγο ύπαρξης τη διατήρηση του ενδιαφέροντος για τις υπόλοιπες ταινίες του σύμπαντος μέσω διάφορων θεωριών που θα σκαρφιστούν οι δαιμόνιοι και πιστοί ακόλουθοι του. Τελικά, μπορεί να μην πετυχαίνει απόλυτα τον στόχο του, αλλά τα πάει αρκετά καλά.
Η σειρά ακολουθεί την εναλλακτική εκδοχή του Loki, εκείνου που έκλεψε το Tesseract στη διάρκεια του Endgame, όταν οι Avengers γύρισαν πίσω στο χρόνο στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν την καταστροφή που προκάλεσε ο Thanos. Για κακή του τύχη, όμως, μια γραφειοκρατική οργάνωση (TVA) που λειτουργεί έξω από το χρόνο και τον χώρο και έχει ως ευθύνη την εξαφάνιση κάθε παράλληλου σύμπαντος που ετοιμάζεται να ξεπηδήσει από παρόμοιες αυθόρμητες πράξεις, θα τον τσακώσει, θέτοντάς του το εξής δίλημμα: είτε θα διαγράψουν την ύπαρξή του, είτε θα συνεργαστεί μαζί τους προκειμένου να πιάσουν έναν Loki από κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν που τους δημιουργεί προβλήματα. Προφανώς, ο κατεργάρης Θεός δέχεται, έχοντας ήδη αρχίσει να σκαρφίζεται στο πίσω μέρος του μυαλού του πως θα την φέρει στους προσωρινούς συνεργάτες του.
Το μεγαλύτερο προτέρημα της σειράς σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τηλεοπτικές απόπειρες του Disney+ είναι πως το Loki μοιάζει αποκομμένο από το υπόλοιπο σύμπαν – τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του. Αισθητικά διαφοροποιείται, έχοντας περισσότερη συγγένεια με την ρετρό γραφειοκρατική δυστοπία του Brazil του Terry Gilliam, παρά με μια τυπική ταινία του MCU, ενώ ο κόσμος που χτίζει διατηρεί μια αυτοτέλεια, αν και στην πράξη στήνει τη συνέχεια του μαρβελικού σύμπαντος εισάγοντας την έννοια του πολυσύμπαντος (multiverse). Επιπλέον, αγκαλιάζει την τηλεοπτική δομή με περισσότερη τόλμη από τους προκατόχους της, με κάθε επεισόδιο να αποτελεί και μια μικρή αποστολή στο χρόνο και στο χώρο, ταξιδεύοντας πρωταγωνιστές και κοινό σε ασυνήθιστα περιβάλλοντα∙ από την Πομπηία λίγο πριν την καταβροχθίσει το ηφαίστειο μέχρι πλανήτες που ετοιμάζονται να δεχθούν «επίθεση» από το φεγγάρι τους.
Βέβαια, η ψυχή της σειράς δεν είναι άλλος από τον Loki, ο οποίος παρ’ ότι εμφανιζόταν για μια δεκαετία στις ταινίες του MCU, ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί όσο έπρεπε ή/και μπορούσε. Ευτυχώς, η σειρά καταφέρνει να ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό αυτή την κατάσταση με τη βοήθεια τόσο του Tom Hiddleston, όσο και της Sophia Di Martino που ερμηνεύει την Sylvia, μια εναλλακτική εκδοχή του Loki. Η δεύτερη, έχοντας μεγαλώσει κυνηγημένη, αποτυπώνει μια πιο σκληρή εκδοχή του χαρακτήρα, αποφασισμένη να ολοκληρώσει την αποστολή της ανεξαρτήτως κόστους με το αγέρωχο βλέμμα της Di Martino να εκπέμπει μια γοητευτική αυτοπεποίθηση, ιδανική για τις ανάγκες του ρόλου. Από την άλλη, ο Tom Hiddleston εκκινεί πάλι από μια σκανταλιάρικη απεικόνιση του χαρακτήρα για να αποκαλύψει σταδιακά και άλλες, πιο ενδιαφέρουσες και συναισθηματικές του πτυχές, οι οποίες ωστόσο δεν αναιρούν το πνεύμα του χαρακτήρα. Ενδεικτικότερη περίπτωση είναι η ερωτική χημεία που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, διότι τι πιο ταιριαστό για τον Loki από το να ερωτευτεί μια εκδοχή του ίδιου του εαυτού του;
Ωστόσο, η εξαιρετική χημεία των δύο πρωταγωνιστών και η διαφοροποίηση της σειράς από τα όσα μας έχει συνηθίσει το MCU, δεν συνεπάγεται απαραίτητα πως η σειρά στερείται ελαττωμάτων. Το κυριότερο, ίσως, να είναι πως αν εξαιρέσουμε τους δύο πρωταγωνιστές, όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες μένουν ανεκμετάλλευτοι, λειτουργώντας μονάχα ως πιόνια στην ευρύτερη πλοκή, ενώ σε ένα παράλληλο σύμπαν είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν περισσότερο οι διαφορετικές εκδοχές των Loki και οι απανωτές προδοσίες και ανατροπές που συνεπάγεται η παρουσία τους. Αν θέλαμε να πάμε κι ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσαν να τεθούν και μερικά υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι Loki, κάτι που ναι μεν αγγίζει και η σειρά, αλλά μονάχα σε επιφανειακό επίπεδο. Τέλος, κι επιστρέφοντας στα αρνητικά χαρακτηριστικά των κόμικς που αναφέραμε στην εισαγωγή του κειμένου, για ακόμη μια φορά ο θάνατος στερείται βαρύτητας με τις απειλές για διαγραφή από την ύπαρξη να αποδεικνύονται φρούδες, αφού τελικά πρώτα μεταφέρεσαι σε μια διάσταση απ’ την οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά όχι απίθανο, να γλιτώσεις.
Το χαρισματικό πρωταγωνιστικό καστ, ο ενδιαφέρον ανταγωνιστής που εισάγεται στις «καθυστερήσεις» και μερικές ελευθερίες που παίρνει η σειρά σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες του σύμπαντος, της δίνουν μια ενδιαφέρουσα δυναμική, η οποία ενώ σε καμιά περίπτωση δεν είναι αρκετή για να την μετατρέψει στο επόμενο τηλεοπτικό αριστούργημα, αρκεί για να προσφέρει έξι απολαυστικές ώρες που σύντομα θα αποτελούν μια ευχάριστη, αλλά μακρινή ανάμνηση.