Δύσκολο πράγμα ο έρωτας και δη οι μακροχρόνιες σχέσεις, όπου απαιτείται μια διαρκής επαγρύπνηση ώστε να αποφευχθεί η ρουτίνα και η συνεπακόλουθη κούραση. Τι θα γινόταν, όμως, αν όλες οι δυσκολίες που κρύβει ο έρωτας μπορούσαν να αποφευχθούν με τη βοήθεια της τεχνολογίας; Δεν θα ήταν τέλειο, για παράδειγμα, να μπορεί κανείς να βαθμολογήσει μέσω μιας εφαρμογής τον οργασμό του, ώστε την επόμενη φορά ο παρτενέρ να βελτιωθεί ή να ακολουθήσει την ίδια συνταγή επιτυχίας; Ή ακόμα καλύτερα, δεν θα ήταν υπέροχο, αν μια συσκευή ένωνε τους εγκεφάλους ενός ζευγαριού, ώστε να μοιράζονται κάθε σκέψη, αποφεύγοντας έτσι τα μυστικά που οδηγούν στη φθορά της σχέσης;
Αυτή την ακολουθία σκέψεων φαίνεται πως έκανε και ο ιδιοφυής επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης κάποιου τεχνολογικού κολοσσού, Byron Google Gogol (Billy Magnussen), του οποίου η πιο πρόσφατη εφεύρεση έχει ως στόχο να σβήσει κάθε ίχνος ιδιωτικότητας ανάμεσα στα ζευγάρια, οδηγώντας τις ερωτικές σχέσεις σε έναν παράδεισο ειλικρίνειας και διαρκούς διαφάνειας. Μάλιστα, είναι τόσο ενθουσιασμένος με την ιδέα του, ώστε προθυμοποιείται να αποτελέσει το πρώτο πειραματόζωο και να «ενωθεί» με την πολυαγαπημένη του σύζυγο, Hazel (Christin Millioti, Palm Springs).

Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.
Σε αντίθεση με τον Byron που βλέπει την απόλυτη αλγοριθμοποίηση της ζωής ως μια θετικότατη εξέλιξη, η οποία συμβάλει σε μια αποτελεσματική ζωή μακριά από καταχρήσεις που υπονομεύουν το σώμα και το πνεύμα, η Hazel ασφυκτιά. Ασφυκτιά από το αυστηρό πρόγραμμα ύπνου, παρ’ ότι η υποχρεωτική οκτάωρη ξεκούραση δεν φαντάζει τόσο αποκρουστική για τον μέσο άνθρωπο, ασφυκτιά από την απαγόρευση κατανάλωσης του αγαπημένου της ποτού, της μπύρας, ασφυκτιά από την υποχρέωση της να βαθμολογεί τον οργασμό της κάθε, μα κάθε φορά! Κυρίως, ασφυκτιά από την φυλακή μέσα στην οποία έχει υποχρεωθεί να ζει τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, αποκομμένη από τον έξω κόσμο, αφού -όπως θα περίμενε κάποιος από κάθε Τεχνομεσσία που σέβεται τον εαυτό του- ο Gogol ζει σε έναν κύβο, ο οποίος με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας μπορεί να αναπαραστήσει κάθε γωνιά του πλανήτη, δίχως να χρειαστεί να εκτεθεί στους κινδύνους της πραγματικής ζωής.
Με την υπομονή της να έχει στερέψει προ πολλού, αλλά και με αφορμή την ξαφνική ανακοίνωση για τσιπάρισμα, η Hazel αποφασίζει να αυτοκτονήσει, καταλήγοντας ωστόσο να βρίσκει τυχαία μια κρυφή έξοδο από τον λαβύρινθο του Byron, αδράζοντας την ευκαιρία για να επιστρέψει στο πατρικό της και να επανασυνδεθεί με τον πατέρα της που άφησε μόνο του ξαφνικά, για χάρη του Byron, ο οποίος εννοείται πως θα κάνει τα πάντα για να την φέρει πίσω.

Ο φόβος για το χάος της ζωής και η νέα μορφή καταπίεσης
Αν και η ιδέα της σειράς δεν ανακαλύπτει, ούτε επιδιώκει να ανακαλύψει άλλωστε, τον τροχό της επιστημονικής φαντασίας, αγγίζει μερικές ενδιαφέρουσες θεματικές, γνώριμες μεν, εξαιρετικά επίκαιρες δε. Για παράδειγμα, ο φόβος του Byron να ζήσει μέσα στον πραγματικό κόσμο, η εμμονή του με την αποτελεσματικότητα και η προσπάθεια να περιορίσει το χάος μέσα στο οποίο ζούσε, καταλήγοντας κλεισμένος σε ένα τεχνολογικά εξελιγμένο κελί εκφράζει τόσο τον βαθύτερο ανθρώπινο πόθο για περιορισμό κάθε είδους κακουχίας, αλλά προσφέρει και μια γεύση από ένα μέλλον στο οποίο στο όνομα της προστασίας και της ασφάλειας η ζωή έχει χάσει κάθε ίχνος αυθορμητισμού και έκπληξης. Παράλληλα, η ιδιότητα του ως επιχειρηματία κάποιου τεχνολογικού κολοσσού, προβληματίζει για την πρωτοφανή εξουσία που έχει αποκτήσει ένα μικροσκοπικό ποσοστό του πληθυσμού.
Ωστόσο, η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή των παραπάνω θεματικών εκφράζεται στη μορφή που παίρνει αυτή η σύγχρονη καταπίεση. Πλέον, στόχος δεν είναι η εξουθένωση του ατόμου, της Hazel στην προκειμένη περίπτωση, αλλά ο ολοκληρωτικός έλεγχος της καθημερινότητας με σκοπό μια -σχετικά αυθαίρετη- αποτελεσματική απόδοση του ατόμου. Έτσι, το άτομο υποχρεώνεται να ακολουθεί έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωής, πχ να κοιμάται οκτώ ώρες την ημέρα, με αποτέλεσμα ναι μεν να αισθάνεται καταπίεση, αλλά αυτή η καταπίεση στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή ίσως να φαντάζει αστεία, κάτι που αναφέρει κάποια στιγμή και ένας χαρακτήρας που, ακούγοντας τις περιγραφές της απεγνωσμένης Hazel, την κορόιδεψε λέγοντας πως η ζωή της έμοιαζε με δεκαετείς διακοπές.
Η επιτυχία της σειράς δεν έγκειται τόσο στην πρωτοτυπία της σειράς, όσο στην ικανότητα της να παίρνει αυτούς τους γνώριμους προβληματισμούς και να τους προσαρμόζει στην κλίμακα των ανθρώπινων σχέσεων, ερωτικών ή μη, καταφέρνοντας έτσι να αποτελεί πρώτα απ’ όλα μια ιστορία για έναν χωρισμό και την κακοποίηση που μπορεί να βιώνει κάποιο άτομο σε μια σχέση – κακοποίηση που μπορεί να μην έχει απαραίτητα τη μορφή ξυλοδαρμού.
Ενδιαφέρουσες ιδέες κρύβει και η οπτικοποίηση της ιστορίας. Για παράδειγμα, η σκηνοθετική επιλογή που θέλει την κωμόπολη μέσα στην οποία μεγάλωσε η Hazel να αποτυπώνεται εξαιρετικά ρεαλιστικά, σαν μια τυπική επαρχιακή κωμόπολη, ενώ η κατοικία του Byron να έρχεται κατευθείαν από το μέλλον, υπονοεί αρκετά για την ταξική διάσταση της τεχνολογίας και της ελπίδες που αυτή δημιουργεί σε άτομα που αισθάνονται πως περιορίζονται από το πρωτόγονο περιβάλλον τους, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν πως η τεχνολογία και η άνεση δεν φέρνουν απαραίτητα και την επιδιωκόμενη ευτυχία.
Η Millioti, έμπειρη πλέον σε αντίστοιχους ρόλους (θυμηθείτε για παράδειγμα το «USS Callister» του «Black Mirror» με το οποίο η σειρά μοιράζεται αρκετές κοινές θεματικές), αποδίδει εξαιρετικά την κατάσταση της ηρωίδας της, συνδυάζοντας την απόγνωση με το χιούμορ, ενώ εξίσου απολαυστικός είναι και ο Billy Magnussen, ο οποίος ενσαρκώνει με απόλυτη επιτυχία έναν χαρακτήρα με μηδαμινές ικανότητες επικοινωνίας και έναν διαρκή φόβο για οτιδήποτε δεν μπορεί να ελέγξει. Ωστόσο, η έκπληξη της σειράς μάλλον είναι ο Ray Romano, ο μοναχικός πατέρας της Hazel που έχει καταλήξει περίγελος της κωμόπολης, επειδή συζεί με μια… ερωτική κούκλα. Ο Romano καταφέρει να αποτρέψει τον περιορισμό του χαρακτήρα του σε μια καρικατούρα, δίνοντας του βάθος, τραγικότητα, αλλά και το προσδοκώμενο χιούμορ.

Μέσα σε οκτώ ημίωρα επεισόδια, η σειρά καταφέρνει να προσφέρει μια απολαυστική ιστορία, ικανή να προβληματίσει, αλλά και να διασκεδάσει, ακόμα και αν σε επιμέρους σημεία θυμίζει άλλες σειρές του είδους (Black Mirror, Devs). Το μόνο σίγουρο είναι πως το φινάλε μας άνοιξε την όρεξη για τη συνέχεια, στην οποία είναι πιθανό η σειρά να αναπτύξει τη δικιά της ταυτότητα και να οδηγήσει τις ιδέες της σε ακόμη πιο ενδιαφέροντα μονοπάτια.