Όμορφο συναίσθημα να ανακαλύπτεις ένα απόγευμα φθινοπώρου, κατόπιν παροτρύνσεων φίλων σου, τηλεοπτικές σειρές που, εντελώς αναπάντεχα, είναι ικανές να συνθλίψουν την ψυχή σου, μα συνάμα να τη γεμίσουν ελπίδα. Αντιπροσωπευτική αυτής της μορφής συναισθηματικής αφύπνισης του θεατή, θα μπορούσε να θεωρηθεί η νέα μίνι σειρά του Netflix, Maid.
Αυτό το τηλεοπτικό διήγημα των δέκα επεισοδίων, δημιουργημένο από την Molly Smith Metzler, φέρνει στο φως μία περίοδο από τη ζωή της Alex, μίας νεαρής κοπέλας που ανέκαθεν βίωνε δυσκολίες ανυπέρβλητες σε επίπεδο επαγγελματικό, οικογενειακό, προσωπικό, τις υπέμενε ωστόσο στωικά, άπραγη, δίχως καμία, έστω υποτυπώδη, αντίδραση. Ώσπου ένα βράδυ, ύστερα από ακόμη ένα εκ των πολλών περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας της οποίας βρισκόταν δέσμια, η στάση της αλλάζει ριζικά. Εμφανίζεται εντός της η συνειδητοποίηση, που την ξυπνάει, σαν ψυχρολουσία, από τον λήθαργο, πως έφτασε πια η στιγμή να δώσει τέλος στο πολυετές μαρτύριο. Αποδεσμευμένη από τυχόν δισταγμούς, αποφασίζει να πάρει αγκαλιά τη δύο χρόνων κόρη της, Maddy-και το μέλλον στα χέρια της- και να απομακρυνθεί άμεσα από ένα περιβάλλον που της προσέφερε αποκλειστικά τοξικότητα και φόβο.
Έτσι, με αυτό το δειλό, πρώτο βήμα, η Alex εισέρχεται στον πραγματικό κόσμο. Δυστυχώς, όχι στο ιδανικά πλασμένο για τους λίγους προνομιούχους μέρος του, μα σε εκείνο που συνυφαίνεται με τον καθημερινό, σκληρό αγώνα για επιβίωση. Έως τώρα, οι μάχες που έδωσε η κεντρική μας ηρωίδα αφορούσαν κυρίως στη διατήρηση της ηρεμίας του οξύθυμου και αλκοολικού της συντρόφου, Sean, καθώς και στην προστασία του παιδιού της. Πλέον, φιλοξενούμενη σε έναν ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες, βρίσκεται αντιμέτωπη, ολομόναχη, με το χάος που καλείται ζωή. Η έγνοια για την επίσης κακοποιημένη μητέρα της, τόσο από τον αδιάφορο πατέρα της, όσο και από μετέπειτα συντρόφους, που χρήζει ψυχολογικής στήριξης, συνδυαστικά με το διαρκές άγχος της περί ευρέσεως εργασίας και μόνιμης στέγης, καθώς και την απελπισία της εμπρός στο ενδεχόμενο του να απολέσει, κατόπιν αγωγής του Sean, την επιμέλεια του πιο αγαπημένου της προσώπου πάνω στη γη, της μονάκριβής της Maddy, απορροφούν κατ’ αποκλειστικότητα την καθημερινότητα της πρωταγωνίστριάς μας. Άλλωστε, το επάγγελμα της οικιακής βοηθού, το οποίο κατορθώνει να ασκεί, μόλις εξασφαλίζει τα απαραίτητα έσοδα ακόμη και για υποτυπώδεις βιοτικές ανάγκες μιας ανύπαντρης μητέρας. Επιπλέον, σε μια σκονισμένη γωνιά του μυαλού της φωλιάζει η διακαής επιθυμία της για πανεπιστημιακές σπουδές, εάν κατορθώσει κάποτε να διευθετήσει τις ήδη αναρίθμητες εκκρεμότητές της. Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα, που απασχολεί μέχρι τέλους τον συγκλονισμένο θεατή, αφορά κατά πόσο η Alex θα βγει, αν όχι κερδισμένη, αλώβητη έστω, από το φαινομενικά ατέρμονο βασανιστήριό της.
Η σειρά, βασισμένη στο βιβλίο της Stephanie Land, Maid: Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive, θίγει επαρκώς και εξισορροπημένα ποικίλα ζητήματα, όπως η ανεργία, η μητρότητα, οι ταξικές διαφορές και η ανισότητα ευκαιριών στην κοινωνία μας, η υποβόσκουσα πατριαρχία, με αφετηρία πάντως την κακοποίηση σε κάθε της έκφανση (σωματική, ψυχοσυναισθηματική). Η Margaret Qualley (γνωστή στο ευρύ κοινό ως η ατίθαση Pussycat της πρόσφατης ταινίας του Tarantino, Once upon a time in Hollywood) ενσαρκώνοντας τον χαρακτήρα της Alex, δίνει μία ερμηνεία συγκινητική. Η εκφραστικότητα του προσώπου της, ιδίως των διάπλατων, γαλαζοπράσινων, ματιών της, αντικατοπτρίζει ένα γνήσιο συναίσθημα τρόμου, απελπισίας για την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας. Αξιοπρόσεκτοι ερμηνευτικά είναι, σε δεύτερους ρόλους, ο Nick Robinson (Love, Simon), καθώς και η βετεράνος Andie MacDowell (Four weddings and a funeral, Groundhog day), στους ρόλους του κακοποιητή Sean και της διαταραγμένης Paula, μητέρας της ηρωίδας μας.
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, παρά την εξαιρετική βαρύτητα των ζητημάτων που πραγματεύεται, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η σειρά τείνει να εφοδιάζει τις σκηνές της με στοιχεία που ελαφρύνουν το κλίμα της θλιβερής αβεβαιότητας που βιώνει η Alex. Ως τέτοια θα μπορούσαν να θεωρηθούν η χαρούμενη, ζωηρή μουσική που συνοδεύει τις δραστηριότητες της πρωταγωνίστριας όταν καθαρίζει σπίτια, οι αναδρομές σε ένα ευτυχισμένο παρελθόν, τα στιγμιότυπα που αναδεικνύουν την τρυφερή σχέση της με την κόρη της (χαρακτηριστική είναι η αμοιβαία τους ευτυχία, όταν βρίσκεται στην κατοχή τους η σακούλα με τα πολύχρωμα πόνι, παιχνίδια για τη Maddy). Ακόμα, δεν απουσιάζουνε συμβολισμοί και υπερβολές, όπως, για παράδειγμα, στη σκηνή που η Alex, με τη φαντασία της να καλπάζει, κάνει κρυφά χρήση του ρουχισμού και του φαγητού μίας οικονομικά άνετης πελάτισσάς της, προκειμένου να τονιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η δεινότητα της δικής της κατάστασης. Όλα αυτά συχνά συνθέτουν ένα παραδόξως ανάλαφρο περιβάλλον, με την έννοια ότι ο θεατής αντιλαμβάνεται με παραστατικότητα και ζωντάνια τόσο την απελπιστική κατάσταση στην οποία δύναται να περιπέσει ένας άνθρωπος, όσο και τον καίριο ρόλο των θετικών σκέψεων και της φαντασίας στη ζωή ενός κοινωνικά περιθωριοποιημένου, ώστε η καθημερινότητά του να καταστεί υποφερτή.
Μάλιστα, παρ’ ότι σκηνοθετικά η σειρά πατά γερά στην πραγματικότητα, υπάρχουν μικρές στιγμές σουρεαλισμού. Άλλοτε είναι πιο παιχνιδιάρικες, όπως στη σκηνή που οι νομικοί όροι της ακούγονται ακατανόητοι, κι άλλωτε διεισδύουν στη ψυχοσύνθεση της Alex. Στη δεύτερη περίπτωση, ανήκει η συμβολική «βουτιά» στον καναπέ, όταν η Alex επέτρεψε στους δαίμονές της να εξαλείψουν για κάποιο διάστημα κάθε ψήγμα λογικής και ψυχραιμίας από μέσα της. Ο καναπές, αντιλαμβανόμενος την ψυχική της εξουθένωση, την καταπίνει ολοκληρωτικά, απομακρύνοντάς την, εικονικά, από τα προβλήματά της.
Η αδράνειά της όμως είναι προσωρινή. Σύντομα, πιο αγωνιστική και θαρραλέα από ποτέ, αναλαμβάνει ξανά τα ηνία της ζωής της, έτοιμη να υπερβεί, δυναμικά, κάθε τροχοπέδη. Η επίγευση της σειράς χαρακτηρίζεται, εν τέλει, από γλυκύτητα και προσδοκία. Όπως καταλήγει και η ίδια η Alex: «Το μονοπάτι του βουνού μπορεί να είναι τραχύ και γεμάτο στροφές, αλλά θα τα καταφέρουμε ως την κορυφή».
Ποτέ δε θα είναι αργά, για την Alex, για την Paula, για σένα, εκείνη, εκείνον, να απελευθερωθείτε από δεσμά που άλλοι σας επέβαλαν. Να θυμάστε, μετά το σκοτάδι ξεπροβάλλει, πάντοτε, το φως, με τη μορφή του ήλιου ή των αστεριών, διάστικτων στον νυχτερινό ουρανό. Στην περίπτωση της Alex, το φως εμφανίστηκε εμπρός της με ξανθά μαλλιά, μικρά, αθώα δάχτυλα και χειλάκια χαμογελαστά, που γλυκά αρθρώνανε στο ζεστό από τα δάκρυα μάγουλό της: «Μαμά»