Μια επαρχιακή πόλη. Τουλάχιστον μία δολοφονία. Πολλά κρυμμένα μυστικά που έρχονται στην επιφάνεια και αποκαλύπτουν τη δυσωδία που κρύβει η αγία αμερικάνικη οικογένεια, τη σαπίλα που κυλά στο αίμα της συντηρητικής αμερικάνικης (αλλά όχι μόνο) επαρχίας με τους αγροίκους κατοίκους που έχουν μείνει καθηλωμένοι σε απαρχαιωμένες ιδέες. Αυτό είναι το τυπικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η μέση σειρά μυστηρίου που τοποθετείται σε κάποια μικρή κωμόπολη. Αυτό θα μπορούσε να είναι και το μοτίβο που ακολουθεί η νέα σειρά του HBO, Mare of Easttown σε σκηνοθεσία του εξαιρετικού Craig Zobel (Compliance, The Hunt). Ευτυχώς, όμως, η σειρά διαγράφει μια διαφορετική πορεία.
Η δομή του πρώτου επεισοδίου, που τοποθετεί την «πολυπόθητη» δολοφονία μόλις στα τελευταία λεπτά, ίσως δημιουργήσει την εντύπωση πως η σειρά πρόκειται να αφήσει σε δεύτερη μοίρα την εξιχνίαση του φονικού, εστιάζοντας στους χαρακτήρες. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η επιμονή που επιδεικνύει το σενάριο για τους κατοίκους του Easttown, και κυρίως για την Mare (Kate Winslet), την ντετέκτιβ που έχει αναλάβει την επίλυση της υπόθεσης, δεν στοχεύει να καλύψει τυχόν αδυναμίες του μυστηρίου, αλλά αντιθέτως το ενισχύει ακόμα περισσότερο.
Όλες αυτές οι μικρές στιγμές ανάμεσα στους κατοίκους και την Mare, μπορεί αρχικά να μοιάζουν διαδικαστικές, στο τέλος όμως αναδεικνύονται σε αναπόσπαστα κομμάτια του παζλ της επίλυσης της δολοφονίας. Παρομοίως, οι ανατροπές του σεναρίου και οι διαδοχικές εναλλαγές των πιθανών ενόχων δεν λειτουργούν μονάχα ως φθηνά σεναριακά τρικ, αλλά επηρεάζουν την μικρή κοινότητα, δημιουργώντας μικρές ή μεγαλύτερες πληγές που θα πάρουν καιρό να επουλωθούν. Κάθε επιλογή της Mare για τη συνέχιση των ερευνών ή την ανάκριση υπόπτων είναι ικανή να δημιουργήσει ρωγμές σε οικογενειακές σχέσεις και φιλίες χρόνων, εναποθέτοντας ένα δυσβάσταχτο βάρος στις πλάτες μιας γυναίκας που ακόμα στοιχειώνεται από την προσωπική της τραγωδία, την οποία αρνείται να κοιτάξει στα μάτια, ενώ αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από την κοινότητα για μια υπόθεση που έχει παραμείνει άλυτη.
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, είναι απολύτως ταιριαστή η επιλογή του σεναρίου που θέλει την Mare να αποτελεί σάρκα από τη σάρκα της μικρής πόλης και να μην είναι κάποιος εξωτερικός υπάλληλος που έρχεται από την προοδευτική πόλη και καλείται να συγκρουστεί με τους εκκεντρικούς και πρωτόγονους επαρχιώτες. Είναι ταιριαστή επιλογή, όχι μόνο επειδή επιφορτίζει με βαριές συνέπειες κάθε πράξη της Mare, αλλά κι επειδή επιτρέπει στο σενάριο να αναδείξει τις διαπροσωπικές σχέσεις που χτίζονται στην μικρή κλίμακα μιας επαρχιακής πόλης.
Κάπως έτσι, βλέπουμε την Mare να κάνει χαμαλοδουλειές για ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ή να ανακοινώνει τα μαντάτα της δολοφονίας στον άτυχο πατέρα, έχοντας στο πλάι της τα δύο ξαδέρφια του, αναλογιζόμενη πως μόνο εκείνα μπορούν να του προσφέρουν ουσιαστική ψυχολογική υποστήριξη σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Εν ολίγοις, ξεπερνάει κατά πολύ τον ρόλο της ως μια αστυνομικός και μεταμορφώνεται σε κάτι αισθητά πιο οικείο, σκέψη αδιανόητη για οποιαδήποτε υπηρεσία απευθύνεται σε κατοίκους πόλεων και οφείλει να ακολουθήσει τους γρήγορους ρυθμούς τους.
Ταιριαστή στο πνεύμα και την ευθύνη που κουβαλά ο ρόλος της, η Kate Winslet μεταμορφώνεται σε απλή καθημερινή γυναίκα –δίχως μακιγιάζ ή εντυπωσιακά ρούχα-, χάνεται μέσα στο επαρχιακό περιβάλλον με τρόπο εφάμιλλο με εκείνο της McDormand (The Man Who Wasn’t There) στο Nomadland. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, τα άβαφα μαλλιά ή τα απολύτως λειτουργικά ρούχα από τα οποία απουσιάζει κάθε ίχνος αισθητικής, υποδηλώνουν παράλληλα και το συναισθηματικό αδιέξοδο της Mare, η οποία έχει παραιτηθεί από κάθε είδους κοινωνική δραστηριότητα ή προσωπική ευχαρίστηση, εξαιτίας ενός τραγικού συμβάντος που επιμένει να θάβει κάτω από το χαλί. Μονίμως συνοφρυωμένη και απότομη, ρουφώντας γεμάτη άγχος το ηλεκτρικό της τσιγάρο, η Winslet μετατρέπεται σε μια κινούμενη θλίψη που δεν επιτρέπει στον εαυτό της την παραμικρή χαραμάδα φωτός στη ζωή της.
Ωστόσο, δεν είναι μονάχα η Winslet που ξεχωρίζει ερμηνευτικά, αν και σίγουρα είναι εκείνη που διαθέτει τον περισσότερο χρόνο να αναδειχθεί η ερμηνεία της. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί η Jean Smart (WATCHMEN) ως η μητέρα της Mare, που διαθέτει όση χάρη και τσαχπινιά υπολείπεται στην κόρη της, ο σταθερά καλός, αν και μάλλον ανεκμετάλλευτος, Guy Pearce που αποπνέει έναν αέρα ώριμης γοητείας, αλλά και ο εξαιρετικά συμπαθής Evan Peters (WandaVision) που θα κάνει ο, τι περνά από το χέρι του για να ξεπεράσει τα τείχη απομόνωσης που έχει υψώσει όλα αυτά τα χρόνια η Mare.
Εξίσου προσγειωμένη και καθοριστική για την επιτυχία της σειράς είναι η σκηνοθεσία του Craig Zobel. Χωρίς στυλιστικές υπερβολές, κινηματογραφεί το Easttown με τρόπο που το μετατρέπει σε αναπόσπαστο κομμάτι της σειράς, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις δραστηριότητες των κατοίκων που προδίδουν τις δυσκολίες της επαρχιακής ζωής. Η μόνιμη κατανάλωση έτοιμου φαγητού και οι αμέτρητοι ανήλικοι γονείς είναι μερικά μόνο από τα μοτίβα της καθημερινότητας που επαναλαμβάνονται διαρκώς στη σειρά, υπενθυμίζοντας το περιβάλλον υποβάθμισης και εξαθλίωσης που προκύπτει περισσότερο από την οικονομική ανέχεια που αντιμετωπίζουν αυτές οι ξεχασμένες από την πολιτεία περιοχές (εκτός και αν συμβεί κάποιο φονικό – τότε πρωταγωνιστούν στις ειδήσεις), παρά από κάποιο είδους συντηρητισμό (χωρίς να σημαίνει πως αυτός δεν υφίσταται). Εξίσου ικανός, όμως, αναδεικνύεται και στη διαχείριση του μυστηρίου, ανεβάζοντας την αγωνία στα ύψη, δίχως να εκπορνεύει τη βία.
Μακριά από τις καθιερωμένες πλέον στερεοτυπικές απεικόνισης των επαρχιωτών, ο Zobel παρουσιάζει με ειλικρινές ενδιαφέρον τη ζωή ανθρώπων που μοιάζουν ξεχασμένοι από την «προοδευτική» κοινωνία. Ωστόσο, η σειρά σε καμιά περίπτωση δεν ξεχνά πως πάνω απ’ όλα εξυπηρετεί το μυστήριο, το οποίο στήνει πάνω στους ανθρώπους της μικρής πόλης, αποτελώντας τελικά μια ποιοτική τηλεοπτική πρόταση από έναν σπουδαίο σκηνοθέτη και με τη συμμετοχή εξίσου σπουδαίων ηθοποιών. Εν ολίγοις, μια από τις καλύτερες σειρές της χρονιάς.