Στο μυαλό μου, ο Jeff Lemire διαθέτει δύο πολύ βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, αποτελεί, αν όχι τον πιο εργασιομανή δημιουργό, τότε έναν από τους πιο σκληρά εργαζόμενους της βιομηχανίας των κόμικς. Δεύτερον, ένα μεγάλο μέρος της ογκωδέστατης εργογραφίας του επικεντρώνεται στη σχέση πατεράδων με τα παιδιά τους. Συνδυαστικά, αυτά τα δύο γνωρίσματα μπορούν να καταλήξουν κάπως μονότονα, με τα ίδια μοτίβα να επανέρχονται ξανά και ξανά. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές καταφέρνει να παρουσιάσει κάτι φρέσκο και ενδιαφέρον, ακόμα κι αν δεν απομακρύνεται από τις θεματικές εμμονές του. Το Mazebook, ένα από τα πρόσφατα κόμικ του με μόλις πέντε τεύχη σε σχέδιο και σενάριο του ίδιου, ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις που το υλικό είναι γνώριμο, αλλά το αποτέλεσμα αφήνει θετική επίγευση.
Πρωταγωνιστής είναι ο Will, ο οποίος εδώ και μια δεκαετία, από τότε δηλαδή που έχασε την κόρη του, έχει μετατραπεί σε φάντασμα του παλιού του εαυτού. Έχοντας χάσει κάθε θέληση για ζωή, έχει (αυτό)εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο επανάληψης. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Όλα του μοιάζουν μάταια, δεν έχει όρεξη ούτε για την ελάχιστη προσπάθεια κοινωνικοποίησης και τα πρόσωπα των ατόμων που τον περιβάλλουν κοντεύουν να απωλέσουν τα χαρακτηριστικά τους. Η ανυπόφορη μονοτονία θα ανατραπεί όταν ένα τηλεφώνημα, το οποίο στην αρχή προσπάθησε να αγνοήσει, τον ενημερώσει πως η κόρη του είναι ζωντανή και πρέπει να την βρει, πρέπει να την σώσει! Εκείνος, δίχως να έχει ιδέα τι ακριβώς πρέπει να κάνει, επιστρατεύει την παλιά αγάπη της κόρης του για τους λαβύρινθους με την ελπίδα πως εκεί κρύβεται η απάντηση στο απρόσμενο και παράλογο μυστήριο.
Παρά τις υπόνοιες του σεναρίου για μια ιστορία μυστηρίου, το παρελθόν του Lemire δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων. Η πλοκή που θα ακολουθήσει μάλλον θα δώσει έμφαση στο συναισθηματικό αδιέξοδο του Will, στο τραύμα που κουβαλά εδώ και μια δεκαετία, παρά σε εντυπωσιακές ανατροπές για χάρη του εντυπωσιασμού. Όντως, καρέ με το καρέ, σελίδα με τη σελίδα και τεύχος με το τεύχος, οι υποψίες επιβεβαιώνονται. Το Mazebook αρχίζει να αποκτά μια μεταφορική υπόσταση, αρχίζει να μετατρέπεται σε ένα επίπονο εσωτερικό ταξίδι που ναι μεν μπορεί κανείς να μαντέψει προς τα που κατευθύνεται, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την απουσία έντονων συγκινήσεων.
Δίχως να υποκύπτει σε μελοδραματικές ευκολίες και με σύμμαχο τους νατουραλιστικούς διαλόγους, ο Lemire ξετυλίγει ένα κουβάρι γεμάτο πόνο που αποτυπώνει σε βάθος το ασήκωτο βάρος της παιδικής απώλειας και τις επιπτώσεις της σε προσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η πραγματικότητα μπλέκει με την φαντασία, το παρελθόν μοιράζεται στιγμές με το παρόν και ο δύσμοιρος ο Will μοιάζει να περιπλανιέται δίχως σαφή προορισμό. Καλά, καλά αδυνατεί να κατανοήσει αν έχει χάσει τα λογικά του ή αν όντως πρόκειται για κάποιο θαύμα!
Κάπου εδώ, όμως, αρχίζουν να εμφανίζονται και κάποια προβλήματα, ή καλύτερα, μερικές επιφυλάξεις επί του σεναρίου, αφού η πλοκή καταφέρνει να προχωρήσει μονάχα με τη βοήθεια ονείρων που φλερτάρουν με τη σεναριακή ευκολία. Η προαναφερθείσα εσωτερικότητα της πλοκής δικαιολογεί αυτή τη λογική, άρα και την εργαλειοποίηση «φθηνών» σεναριακών μηχανισμών, όπως τα όνειρα, ωστόσο αν επιμείνει κανείς να αντιμετωπίζει την ιστορία ως μυστήριο, άρα αν περιμένει από τον πρωταγωνιστεί να ανακαλύπτει σημαντικές πληροφορίες μέσω της προσωπικής έρευνας, σίγουρα οι επιλογές του Lemire θα ενοχλήσουν έως κάποιον βαθμό.
Βέβαια, όσον αφορά το σχεδιαστικό κομμάτι, η ιδιαίτερη, ατελής προσέγγισή του, ενδεχομένως να μην είναι για όλα τα γούστα. Τα γνώριμα προβλήματα του έργου του εντοπίζονται κι εδώ (τρανταχτή η σχεδιαστική αδυναμία του Lemire να φτιάχνει πρόσωπα που διαφοροποιούνται ουσιωδώς!), αλλά, ακόμα και έτσι, καταφέρνει να αποδώσει πλήρως την συναισθηματική κατάσταση του Will. Τα χρώματα είναι κατά κύριο λόγο μουντά με κυρίαρχες τις πρασινωπές, μουχλιασμένες αποχρώσεις, δημιουργώντας μια ταιριαστή μονοτονία που διαρρηγνύεται μονάχα στις αναμνήσεις που εμφανίζεται η κόρη, ενώ το πρόσωπο του Will είναι γεμάτο γραμμές, που κρύβουν κάθε προσπάθεια έκφρασης συναισθήματος, λες και ο χρόνιος πόνος προσπαθεί να επιβληθεί με κάθε τρόπο πάνω στον Will. Παράλληλα, γίνεται εμφανής και η επιρροή του στενού συνεργάτη του Lemire, Andrea Sorrentino (Batman: The Imposter), αφού μερικές σελίδες θυμίζουν τις πρωτότυπες οπτικές συνθέσεις του, συμβάλλοντας τελικά σε ένα κόμικ υψηλών αξιώσεων.
Με μάλλον αδιάφορο μυστήριο, αλλά μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία στον πυρήνα του, το νέο κόμικ του Lemire αποτελεί ακόμη μια υπενθύμιση της αξίας του και της ικανότητας του να αποτυπώνει το τραύμα και την απώλεια με θαυμαστό τρόπο. Με την διαρκή παραγωγή νέων κόμικ, δεν είμαι σίγουρος πως το Mazebook θα μνημονευτεί ποτέ ως κάποια αξεπέραστη προσθήκη στην καριέρα του, ωστόσο αυτό δεν αναιρεί κάτι από την αναμφισβήτητη αξία του.