Στις μέρες μας είθισται να γίνεται κατάχρηση των υπερθετικών όταν αναφερόμαστε σε δημιουργούς και ταινίες που αγαπάμε, συχνά χωρίς αυτοί / αυτές να έχουν δοκιμαστεί από τον κορυφαίο όλων των κριτικών: τον χρόνο. Όμως, επειδή μια άλλη μάστιγα της εποχής μας είναι η λήθη σπουδαίων έργων του παρελθόντος, και ειδικά ταινιών γυρισμένων πριν το έτος γέννησής μας, καλό είναι να διακρίνουμε τους αληθινά μεγάλους, το έργο των οποίων αποδεδειγμένα ανθίσταται στο χρόνο και τον δαμάζει. Κι ο Michael Powell ήταν ένας τέτοιος σκηνοθέτης.
Γεννημένος το 1905, αγάπησε τον κινηματογράφο από πολύ νωρίς και στα 20 του χρόνια ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός του σκηνοθέτη Rex Ingram, ενός από τους διασημότερους Άγγλους κινηματογραφιστές του βωβού, του οποίου η ταινία The Four Horsemen of the Apocalypse (1921) παραμένει ένας εμβληματικός τίτλος της δεκαετίας του ’20. Τα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα ο Powell θα τα έκανε το 1935, γυρίζοντας αρχικά ανάλαφρες κωμωδίες και συμβατικά αστυνομικά θρίλερ. Άλλες εποχές τότε, ο σκηνοθέτης δεν έπρεπε να αποδείξει το μεγαλείο του με το ντεμπούτο του, αλλά να αξιοποιήσει τις πρώτες του ταινίες ώστε να μάθει τη δουλειά στην πράξη. Σχολές κινηματογράφου στα χρόνια εκείνα ήταν τα ίδια τα κινηματογραφικά πλατό.
Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1940, κι αφού στο μεταξύ είχε κάνει τις πρώτες του σημαντικές ταινίες, ο Michael Powell γνώρισε τον Emeric Pressburger, Ανατολικοευρωπαίο εμιγκρέ με ταλέντο στο σενάριο, και μαζί έφτιαξαν την εταιρεία παραγωγής Archers (Τοξότες) εγκαινιάζοντας μια συνεργασία ετών που στόλισε τον αγγλικό κινηματογράφο με μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του. Αρχικά, ο Powell θα σκηνοθετούσε, ο Pressburger θα έγραφε και μαζί θα παρήγαγαν, γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι είχαν απόλυτη σύμπνοια σε όλα κι έτσι υπέγραφαν από κοινού το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την παραγωγή των φιλμ τους. Το έμβλημα της εταιρείας ήταν ένας στόχος στον οποίο έρχεται και καρφώνεται ένα βέλος. Ο θρύλος – μη επιβεβαιωμένος – λέει πως υπήρχαν δύο διαφορετικά σήματα: ένα στο οποίο το βέλος έβρισκε κέντρο, και το οποίο χρησιμοποιούνταν όταν το δίδυμο ήταν ευχαριστημένο με το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας τους, κι ένα στο οποίο έβρισκε περιφέρεια, για τις περιπτώσεις εκείνες όπου το φιλμ θα μπορούσε να είχε βγει και καλύτερο.
Παρακάτω, επιλέξαμε δεκαπέντε περιπτώσεις ταινιών οι οποίες σίγουρα θα έπρεπε να ξεκινούν με το βέλος να βρίσκει κέντρο. Δεκαπέντε φιλμ που κάθε σινεφίλ οφείλει να δει (αρκετά από αυτά περισσότερες της μίας φορές), έργα που παραμένουν άφθαρτα απ’ το χρόνο. Ιδιαίτερα το σερί που είχαν Powell και Pressburger στη δεκαετία του 1940, πρέπει κανείς να το δει για να το πιστέψει και όμοιό του, σε τόσο συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα πιθανότατα δε συναντάται σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου. Για σπάνια φορά, λοιπόν, τα υπερθετικά που ακολουθούν δικαιολογούνται πλήρως.
The Edge Of The World (1937)
Ο Michael Powell ξεκίνησε την σκηνοθετική του καριέρα το 1935 και πέρασε τα πρώτα δύο χρόνια του συμβολαίου του γυρίζοντας ανάλαφρες κωμωδίες και αστυνομικά μυστήρια που, αν και ως επί το πλείστον μέτρια, του επέτρεψαν να μάθει στην πράξη την τεχνική και τις προκλήσεις της σκηνοθεσίας, σε συνδυασμό βέβαια και με τη δεκαετή ήδη εμπειρία του ως βοηθός σκηνοθέτη στο πλευρό του Rex Ingram και άλλων. Η εμπορική επιτυχία αυτών των πρώτων ταινιών, ωστόσο, του επέτρεψε να χρηματοδοτήσει το 1937 την πρώτη προσωπική του ταινία, The Edge of the World. Στα μόλις 75 λεπτά που διαρκεί, το φιλμ καταγράφει με σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο τη ζωή σε ένα απομονωμένο ψαροχώρι της Σκωτίας που σιγά σιγά εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του. Νεορεαλισμός πριν το νεορεαλισμό, μια από τις πιο σημαντικές και επιδραστικές αγγλικές ταινίες της εποχής, η πρώτη ένδειξη ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με περίπτωση σκηνοθέτη όπου, όπως θα έλεγε κι ο Orson Welles, η κάμερα είναι μάτι στο κεφάλι ενός ποιητή.
The Spy In Black (1939)
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται κοντά, η ανθρωπότητα (και οι καλλιτέχνες) το αντιλαμβάνονται, το περιεχόμενο των ταινιών θα γίνει σχετικό, όμως ο Powell, μολονότι θα υπογράψει ουκ ολίγα φιλμ σκοπιμότητας αυτά τα χρόνια, θα διατηρήσει ανέπαφη την ουμανιστική ματιά του ακόμη και στη σκιαγράφηση των «κακών». Αρχής γενομένης από αυτό το, έλασσον για τα δεδομένα του, κατασκοπικό θρίλερ όπου ο γερμανικής καταγωγής ηθοποιός Conrad Veidt υποδύεται τον επικεφαλής ενός υποβρυχίου που έχει σταλεί να κάνει σαμποτάζ στο βρετανικό στόλο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθαρά ψυχαγωγική ταινία είδους, άρτια γυρισμένη, με εντυπωσιακή φωτογραφία κι αξιοσημείωτο έλεγχο των εκφραστικών μέσων από μεριάς του νεαρού σκηνοθέτη.
The Thief Of Bagdad (1940)
Η πρώτη φιλόδοξη παραγωγή του σκηνοθέτη, και η πρώτη μεγάλη εμπορική του επιτυχία, θα ήταν το remakeτης ομότιτλης ταινίας του Raoul Walshαπό το 1924 με τον Douglas Fairbanks. Γυρισμένο σε πλούσιο, πανέμορφο technicolor, σε συνεργασία με τους Ludwig Berger και Tim Whelan, το Thief of Bagdad είναι ένα σαγηνευτικό οπτικά, καθηλωτικό αφηγηματικά κινηματογραφικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, που εξακολουθεί να ασκεί έλξη στο κοινό παρά τα, ομολογουμένως ξεπερασμένα, ειδικά εφέ του, χάρη στην αίσθηση του δέους που δύναται να προκαλεί – μια χαμένη αρετή για το μοντέρνο σινεμά μεγάλου κοινού. Από τα ελάχιστα remakes στην ιστορία του κινηματογράφου που δικαιολογούν απόλυτα την ύπαρξή τους και καταφέρνουν να φθάσουν σε ποιότητα και ομορφιά το πρωτότυπο έργο.
49th Parallel (1941)
Κάπου εδώ ο Powell εγκαινιάζει τη συνεργασία του με τον Emeric Pressburger, την επόμενη χρονιά θα ιδρυθούν οι Archers, μέχρι τότε γράφουν και σκηνοθετούν από κοινού αυτό το προπαγανδιστικό, σε πρώτο επίπεδο, φιλμ κατασκοπίας που προκύπτει ένα από τα καλύτερα του είδους. Μια ομάδα Γερμανών ναυτών βρίσκεται εγκλωβισμένη στον Καναδά και προσπαθεί να βρει τρόπο να επιστρέψει στη Γερμανία συναντώντας στο ενδιάμεσο διάφορους χαρακτήρες και οι Powell και Pressburger, σε μια αδιανόητα τολμηρή για την εποχή κίνηση, αποφασίζουν να πουν την ιστορία τους από την οπτική των Γερμανών, δηλαδή των «κακών». Οι τελευταίοι δεν είναι τα μονοδιάστατα τέρατα που παρουσίαζαν οι περισσότερες ταινίες του είδους εκείνη την εποχή, αλλά άνθρωποι βουτηγμένοι σε διαστρεβλωμένες ιδεολογίες υπό την επήρεια ενός λαοπλάνου και διεφθαρμένου ηγέτη. Η ελίτ της αγγλικής υποκριτικής, Laurence Olivier προεξάρχοντος, δίνει το παρών, σε ένα αντιπολεμικό δράμα που δε χαίρει της εκτίμησης που του πρέπει.
One Of Our Aircraft Is Missing (1942)
Την επόμενη χρονιά, και πάλι πολεμικό έχει το δίδυμο για εμάς, και πάλι ξεπερνούν με χαρακτηριστική άνεση τον σκόπελο της προπαγάνδας και παραδίδουν στιβαρή ψυχαγωγία, έστω χωρίς το έντονο αντιπολεμικό μήνυμα της προηγούμενης ταινίας. Το Aircraft… είναι εγγύτερα στο The Spyin Black αλλά αρκετά πιο λυρικό σαν γραφή, προετοιμάζοντας το έδαφος για τα αριστουργήματα που έρχονται. Από το επόμενο κιόλας φιλμ, την επόμενη χρονιά, αρχίζει η περίοδος χάρη στην οποία οι Archers θα έχουν για πάντα μια θέση στο κινηματογραφικό πάνθεον.
The Life And Death Of Colonel Blimp (1943)
Οι περιπέτειες ενός μυθοπλαστικού Άγγλου αξιωματικού από τα χρόνια πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τους πρώτους μήνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η ισόβια φιλία του με ένα Γερμανό συνάδελφό του δίνουν την αφορμή στους Powellκαι Pressburger για το πρώτο τους αριστούργημα, ένα επικό τρίωρο μωσαϊκό αγγλικής και ευρωπαϊκής ιστορίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σε θαυμάσια έγχρωμη φωτογραφία και με αξέχαστες σκηνές ανθολογίας – η σκηνή της μονομαχίας, όπου η κάμερα ίπταται έξω από το χώρο της διεξαγωγής της, είναι συγκλονιστική – το The Life and Death of Colonel Blimp είναι ταυτόχρονα και μια πολύ αστεία ταινία, ειδικά αν μπορείς να «πιάσεις» το αγγλικό φλεγματικό χιούμορ, και μάλλον γι’ αυτό δεν άρεσε ιδιαίτερα στον Winston Churchill ο οποίος έκρινε ότι η ταινία καυτηρίαζε τον αγγλικό στρατό σε μια εποχή που ο κινηματογράφος έπρεπε να λειτουργεί μόνο εμψυχωτικά. Αυτό, πάντως, δεν εμπόδισε την επιτυχία της ταινίας και την καθιέρωσή της ως αριστούργημα του αγγλικού σινεμά.
A Canterbury Tale (1944)
Χρησιμοποιώντας και πάλι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα τις αεροπορικές επιδρομές των Γερμανών εναντίον του αγγλικού εδάφους, ως πρόσχημα, οι Powellκαι Pressburger συνθέτουν μια ταινία – ύμνο στην αγγλική γη, στη μνήμη, την Ιστορία, τον άνθρωπο και το μεγαλείο του κόντρα σε κάθε αντιξοότητα. Επιστρέφοντας στο ασπρόμαυρο φιλμ λόγω κόστους (το έγχρωμο φιλμ ήταν πολύ ακριβό τότε και λόγω του πολέμου δεν υπήρχαν μεγάλοι προϋπολογισμοί για τον κινηματογράφο), οι σπουδαίοι δημιουργοί έφτιαξαν ένα οπτικό ποίημα αντάξιο του The Best Years of Our Lives (1946) του William Wyler, το οποίο στην κλιμάκωσή του είναι ικανό να φέρει δάκρυα στα μάτια, όχι εξαιτίας κάποιας δραματικής κορύφωσης, αλλά επειδή γίνεσαι μάρτυρας της ανείπωτης ομορφιάς που συνέλαβε ο φακός των Powellκαι Pressburger.

I Know Where I’m Going (1945)
Μετά το A Canterbury Tale, οισκηνοθέτες ήθελαν να γυρίσουν ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδιά τους, το A Matter of Life and Death, μια ταινία που θα ελισσόταν ανάμεσα στο έγχρωμο και το ασπρόμαυρο φιλμ. Και πάλι λόγω κόστους όμως, συνειδητοποίησαν ότι κάτι τέτοιο ήταν προς το παρόν αδύνατο, κι επειδή δεν ήθελαν να κάνουν εκπτώσεις στο όραμά τους αλλά ούτε και να παραμένουν ανενεργοί, αποφάσισαν, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος, να καταπιαστούν με ένα λιγότερο απαιτητικό σενάριο, το οποίο μετέτρεψαν σε ακόμη ένα σαγηνευτικό φιλμικό αριστούργημα. Όπως έχει πει κι ο Martin Scorsese, μέγας θαυμαστής του Michael Powell, «νόμιζα ότι είχα δει όλα τα αριστουργήματα, μέχρι που είδα το I Know Where I’m Going». Για δεκαετίες ξεχασμένο και αντικείμενο θαυμασμού μονάχα από τους λίγους θεατές του ανά τον κόσμο, το φιλμ αποκαταστάθηκε ψηφιακά μόλις πέρυσι και γνώρισε εκ νέου την καθολική καταξίωση.
A Matter Of Life And Death (1946)
To δίδυμο θα κατάφερνε, τελικά, να δώσει σάρκα και οστά στο passion project του μόλις ένα χρόνο μετά. Το A Matter of Life and Death είναι η ιστορία ενός Άγγλου πιλότου (David Niven), ο οποίος τις τελευταίες ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καταρρίπτεται και, εξαιτίας ενός τεχνικού λάθους, καθυστερεί να οδηγηθεί στον άλλο κόσμο. Στο ενδιάμεσο, ερωτεύεται μια Αμερικανίδα και πλέον έχει βρει σκοπό στη ζωή του. Έτσι, όταν οι απεσταλμένοι των Ουρανών έρχονται να τον πάρουν, εκείνος κάνει έφεση στο δικαστήριο ζητώντας να μην πεθάνει! Μέσα από αυτήν την ευφάνταστη πλοκή που παραπέμπει σε παραμύθι, οι Powellκαι Pressburger πλάθουν ένα αστείο αλλά και συγκινητικό έργο, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσον αξίζει η ζωή μετά την καταστροφή και τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε κρεσέντο εικονογραφικής έμπνευσης, οι Άγγλοι δημιουργοί υπογράφουν ένα μανιφέστο υπέρ του ανθρώπου, βαθιά ριζωμένο στις αξίες και τις αρχές που εν τέλει συνέτριψαν τον ολοκληρωτισμό.
Black Narcissus (1947)
Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις μία ταινία από τη φιλμογραφία του Powell, αν όμως κάποιος μου έβαζε το πιστόλι στον κρόταφο η προσωπική μου εκλογή θα ήταν αυτό εδώ το φιλμ. Μια ομάδα από μοναχές εγκαθίσταται σε ένα μοναστήρι κάπου στην Ινδία και προσπαθούν να διαδώσουν το λόγο του Θεού στους ντόπιους, ενώ ταυτόχρονα παλεύουν με τους εσωτερικούς τους δαίμονες. Απίστευτα γυρισμένο εξ ολοκλήρου σε στούντιο – ακόμα και τα «εξωτερικά» του μοναστηριού στην κορυφή των Ιμαλαϊων είναι χτισμένα σε πλατό –με τον διευθυντή φωτογραφίας Jack Cardiff να μεγαλουργεί, το φιλμ είναι ένα σχόλιο πάνω στο τέλος της αποικιοκρατίας, στην αδυναμία του Δυτικού να κατανοήσει έναν πολιτισμό εντελώς διαφορετικό από τον δικό του, στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, στην ενοχοποίησή της από τη θρησκεία και στην ανθρώπινη μοναξιά. Πανέμορφο, πολυδιάστατο, επιβλητικό, είναι μονάχα τρεις από πολλές περισσότερες εγκωμιαστικές λέξεις που μπορώ να σκεφτώ για αυτήν την ταινία.
The Red Shoes (1948)
Ο μέσος καλός σκηνοθέτης μπορεί κάποτε να κάνει μια ταινία που να πλησιάζει λίγο το μεγαλείο του Black Narcissus κι εκεί να κορυφωθεί η καριέρα του. Οι Powell και Pressburger, ωστόσο, ένα μόλις χρόνο αργότερα παρέδωσαν μια εξίσου σημαντική, για πολλούς ακόμα ωραιότερη ταινία. Το The Red Shoes, μια από τις αγαπημένες ταινίες του Martin Scorsese και η βασική πηγή έμπνευσης του Darren Aronofsky στο Black Swan (2010), είναι κεφαλαιώδες έργο πάνω στην καλλιτεχνική δημιουργία, τη σύγκρουση επαγγελματικής καταξίωσης και προσωπικής ευτυχίας, μέχρι και πρώιμο φεμινιστικό μανιφέστο για τη χειραφέτηση της νεαρής ηρωίδας από τον αυστηρό ιμπρεσάριο και τον αλαζόνα εραστή της. Κι όλα αυτά σε εκθαμβωτικό technicolor, με θαυμάσια μουσική υπόκρουση, συγκλονιστική φωτογραφία και εντυπωσιακές ερμηνείες από τους Moira Shearer και Anton Walbrook.
The Small Backroom (1949)
Για έναν άλλο σκηνοθέτη, το The Small Back Room θα ήταν η καλύτερη ταινία είδους που θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει. Για τους Powell και Pressburger είναι μια ταινία που δε φτάνει στο επίπεδο των αμέσως προηγούμενων δουλειών τους, αλλά βρίσκεται ένα σκαλί πιο πάνω από τις πρώτες συνεργασίες τους. Το The Small Back Room είναι άλλο ένα σχόλιο πάνω στο μεταπολεμικό κόσμο, τα τραύματα του πολέμου και τις παθογένειες που αυτός κληρονόμησε σε όσους μετείχαν στη σύρραξη. Οι σκηνοθέτες επιστρέφουν στο ασπρόμαυρο φιλμ για μια μικρή σε φιλοδοξίες, αλλά άρτια σε εκτέλεση ταινία.
Gone To Earth (1950)
Μιλήσαμε για τα καθολικά αναγνωρισμένα αριστουργήματα του διδύμου, ας δούμε τώρα και το υποτιμημένο τους διαμάντι. Με την Jennifer Jones πρωταγωνίστρια (εδώ κολλάνε κάποιοι, εμείς αγαπάμε), το Gone to Earth είναι ένα ποίημα, μια πανέμορφη οπτικά ταινία, τολμώ να πω ισάξια των μείζονων έργων των Powell και Pressburger, που όμως ελάχιστοι γνωρίζουν, ακόμα λιγότεροι έχουν δει και μερικοί μόνο από αυτούς εκτιμούν. Από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου αδυνατώ, προσωπικά, να αιτιολογήσω την υποτίμηση μιας τόσο όμορφης ταινίας, την οποία τοποθετώ ανάμεσα στις αγαπημένες μου των δύο δημιουργών.

The Tales Of Hoffmann (1951)
Τι ενώνει τον Martin Scorsese με τον George Romero; Ότι και οι δύο, ως παιδιά, είχαν ξετρελαθεί με αυτήν την ταινία, η οποία αποτέλεσε σταθμό στην απόφασή τους να ασχοληθούν με τη σκηνοθεσία. Δυστυχώς, το κοινό της εποχής είχε άλλη γνώμη, έκρινε μάλλον ως υπερβολικά πειραματική την προσπάθεια των Powell και Pressburger να αφηγηθούν μερικά από τα ωραιότερα παραμύθια του συγγραφέα E. T. A. Hoffmann σε μια σπονδυλωτή ταινία η οποία περιορίζει το αφηγηματικό μέρος στα στοιχειώδη πριμοδοτώντας το εικαστικό σκέλος, όπου οι δύο δημιουργοί πραγματικά μεγαλουργούν. Στα όρια του avant-garde κινηματογράφου, το τολμηρό αυτό εγχείρημα κατέληξε σε ηχηρή εμπορική αποτυχία, βάζοντας ουσιαστικά φρένο στη συνεργασία του διδύμου. Συνέχισαν να κάνουν ταινίες μαζί, ενίοτε επιστρέφοντας στις εμπορικές επιτυχίες (The Battle of the River Plate, I ll Met by Moonlight), ποτέ όμως δεν κατόρθωσαν να επαναλάβουν τους καλλιτεχνικούς θριάμβους των προηγούμενων ετών, τουλάχιστον στα φιλμ που γύρισαν μαζί. Ο χρόνος, πάντως, θα δικαίωνε την ταινία, η οποία σήμερα θεωρείται κλασική.
Peeping Tom (1960)
Παρόμοια τύχη περίμενε και την καλύτερη ταινία που σκηνοθέτησε ποτέ ο Michael Powell δίχως τη συνδρομή του Emeric Pressburger. Η ιστορία ενός μανιακού που σκοτώνει γυναίκες ενώ ταυτόχρονα κινηματογραφεί τις αντιδράσεις τους αποτελεί ένα ιδιοφυές σχόλιο πάνω στην ίδια τη λειτουργία του κινηματογραφικού μέσου, ενώ στάθηκε προάγγελος ενός ολόκληρου υπο-είδους του σινεμά τρόμου, που θα ονομαζόταν slasher. Μολονότι κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με μια άλλη ταινία – πρόδρομο αυτού του φιλμικού ιδιώματος, το καταξιωμένο Psycho του Alfred Hitchcock (Rope), το Peeping Tom δεν έτυχε παρόμοιας υποδοχής από την κριτική, η οποία το κατακρεούργησε με αγριότητα. Το κοινό, με τη σειρά του, γύρισε την πλάτη στην ταινία, η οποία πέρασε στη λήθη για δεκαετίες πριν ανακαλυφθεί εκ νέου και καθιερωθεί ως ένα βίαιο, νοσηρό αριστούργημα. Ήταν, όμως, πολύ αργά. Η αρνητική υποδοχή του φιλμ στοίχισε πολύ στον Powell, ο οποίος παρέμεινε δημιουργικός έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, δεν κατάφερε όμως να ξανακάνει ταινία αντάξια του πρότερου έργου του. Σήμερα, η τελευταία αυτή μεγάλη ταινία του σπουδαίου δημιουργού κατέχει μια θέση ανάμεσα στα μείζονα έργα του σινεμά που δεν εκτιμήθηκαν στον καιρό τους.
Ο Michael Powell πέθανε το 1990, σε ηλικία 85 ετών. Το έργο του κατατάσσεται ανάμεσα στα κορυφαία της αγγλικής κινηματογραφίας αλλά και παγκοσμίως κατέχει μια αξιοζήλευτα υψηλή θέση. Οι ταινίες του εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης από σινεφίλ, ειδικούς και κινηματογραφιστές. Φέτος, κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ Made in England: The Films of Powell and Pressburger, όπου ο Martin Scorsese, ισόβιος θαυμαστής και μαθητής του διδύμου, μας «ξεναγεί» στο σινεμά τους, παρέα φυσικά με τη Thelma Choonmaker, μοντέρ όλων σχεδόν των ταινιών του και τελευταία σύζυγο του Michael Powell. Αυτονόητα ανυπομονούμε να το δούμε, αλλά μέχρι τότε μια επανάληψη (ή μια πρώτη γνωριμία, ακόμα καλύτερα) στο σκηνοθετικό έργο τους είναι από τα καλύτερα πράγματα που μπορεί να βιώσει ένας λάτρης του κινηματογράφου.
Εξαιρετικό αφιέρωμα σε έναν σπουδαίο σκηνοθέτη! Ευχαριστούμε! 🙂
Έβαλε την ψυχούλα του σε αυτό ο Βαγγέλης!