Τη δεκαετία του ’70, το φεμινιστικό κίνημα έδωσε σκληρό πολιτικό αγώνα, προκειμένου να επικυρωθεί μια τροπολογία νόμου σχετική με τα ίσα δικαιώματα ανδρών και γυναικών, γνωστή ως E.R.A. Ωστόσο, (απροσδόκητο) εμπόδιο σε αυτόν τον αγώνα στάθηκε μια συντηρητική γυναίκα, η Phylis Schlafly, η οποία, αν και αρχικά αντιμετωπίστηκε ως ανέκδοτο από τις φεμινίστριες, κατάφερε να συσπειρώσει γύρω της ένα μέτωπο γυναικών, κυρίως της μεσαίας τάξης, το οποίο βασισμένο σε μια σειρά παραπληροφορήσεων και εμποτισμένο με φόβο για ενδεχόμενη αλλαγή συσχετισμών, εξέφρασε την διαφωνία του απέναντι στην προς ψήφιση τροπολογία και τα αιτήματα του δεύτερου κύματος του φεμινισμού. Αυτή η σύγκρουση αποτελεί και το θέμα της πρόσφατης σειράς, Mrs America.
Αν και η σειρά θεωρητικά (και εν μέρει πρακτικά) ασχολείται με μια πληθώρα χαρακτήρων, η καρδιά της χτυπάει στην Phylis Schalfly. Βασικός λόγος είναι η παρουσία της Cate Blanchett, η οποία στον παρθενικό της τηλεοπτικό ρόλο επιλέγει να ερμηνεύσει μια τόσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ο πραγματικός λόγος, όμως, που η Schlafly αποδεικνύεται η πραγματική πρωταγωνίστρια της σειράς είναι η αντίφαση που την χαρακτηρίζει. Βλέπετε, προκειμένου να οργανώσει την πολύχρονη καμπάνια της ενάντια στη ψήφιση της τροπολογίας χρειάστηκε να κάνει πράξη βασικές διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος της εποχής. Χρειάστηκε να βγει από το σπίτι, να αφήσει την ευθύνη των παιδιών σε άλλους, να συμμετέχει σε τηλεοπτικά πάνελ, να εκφράσει τη γνώμη της, να ενημερώνεται, ακόμα και να σπουδάσει νομική, αρκετά συχνά προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του συζύγου της.
Επιπλέον, παρ’ ότι στο δημόσιο λόγο της υποστήριζε πως οι γυναίκες έχουν όλα όσα χρειάζονται, ένιωθε διαρκώς τους περιορισμούς που υφίσταντο οι γυναίκες (δίχως να ερμηνεύει αυτούς τους περιορισμούς ως καταπίεση), αφού ακόμα και η ενασχόληση της ενάντια στο φεμινισμό προέκυψε ύστερα από παρότρυνση να πάψει να ασχολείται με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και να πιάσει εν πιο γυναικείο θέμα! Η Blanchett ερμηνεύει όλες αυτές τις αντιφάσεις και την εθελοτυφλία της απέναντι στην εμφανή καταπίεση με εντυπωσιακή εναλλαγή εκφράσεων – περήφανη, δυναμική, φιλόδοξη, αλλά και με μια υπόκωφη πίκρα να σχηματίζεται στα μάτια της, την οποία όμως κρύβει κάτω από ψεύτικα, μα διαρκώς λαμπερά χαμόγελα.
Μοναδικό παράπονο από τον τρόπο που η σειρά χειρίστηκε αυτή την εσωτερική σύγκρουση της αντι-ηρωίδας της είναι η απουσία κλιμάκωσης. Αν και γίνεται εμφανές πως η ίδια ποτέ δεν θα μπορούσε να παραδεχθεί την καταπίεση της, ήταν πολύ περήφανη για κάτι τέτοιο, αυτή η σύγκρουση θα μπορούσε να προκληθεί από άλλους χαρακτήρες, όπως ο άντρας της που δεν κρύβει τον εκνευρισμό του για την απουσία της από το σπίτι. Ωστόσο, κανείς δεν της λέει τα προφανή. Και είναι κρίμα, διότι η αναίρεση των πολιτικών πεποιθήσεων μέσω της πολιτικής πράξης υπογραμμίζεται από μια φεμινίστρια, όταν λέει στις φίλες και συνεργάτιδες της Schlafly πως ουσιαστικά εκείνη είναι μια… φεμινίστρια! Μακάρι αυτό να είχε ειπωθεί στην ίδια την Schlafly.
Οι ιστορίες των υπόλοιπων γυναικών, κυρίως των μελών του φεμινιστικού κινήματος, εστιάζουν στην προσπάθεια του κινήματος να προωθήσει τις ιδέες του, υπογραμμίζοντας ωστόσο τις ελλείψεις του και την ανάγκη για συμβιβασμούς που επιβάλλει η πολιτική αρένα. Έτσι, γίνεται μια νύξη στην παράλειψη του φεμινισμού για τη συμπερίληψη της μαύρης κοινότητας, τις συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη του, όπως ο παραγκωνισμός της Betty Friedman, η οποία αρνούνταν να δεχθεί τις λεσβίες στους κόλπους του κινήματος, αλλά και τις απαραίτητες οπισθοχωρήσεις, προκειμένου οι βασικές τους διεκδικήσεις να υπερψηφιστούν. Ωστόσο, συγκριτικά με την ιστορία της Schlafly, αυτές οι ιστορίες είτε διαθέτουν λιγότερο δραματουργικό ενδιαφέρον, είτε προσεγγίζονται επιδερμικά, αφού στην κάθε γυναίκα αφιερώνεται περίπου ένα επεισόδιο, ελάχιστος χρόνος και για να προχωρήσει η ευρύτερη πλοκή και για να αναπτυχθεί ουσιαστικά ο εκάστοτε χαρακτήρας.
Κάπως έτσι, ο ρόλος της μαύρης κοινότητας ή τα προβλήματα που ανακύπτουν στη συζυγική ζωή μιας φεμινίστριας ύστερα από τους σεξουαλικούς πειραματισμούς της καταλήγουν να μοιάζουν με υποσημειώσεις της κεντρικής αφήγησης, με την σειρά να μην ασχολείται ιδιαίτερα μαζί τους (ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, η πλοκή μένει ξεκρέμαστη, δίχως την παραμικρή αναφορά στη συνέχεια). Σαφώς πιο ζουμερές είναι οι συγκρούσεις και οι απογοητεύσεις που προκύπτουν από τις διάφορες οπισθοχωρήσεις, θεματική όμως που εντοπίζεται και στην πλευρά των αντι-φεμινιστικό μπλοκ, με το φινάλε να είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό αυτού.
Παρά τις όποιες προσωπικές διαφωνίες, ωστόσο, δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί η ερμηνευτική δεινότητα όλων των ηθοποιών που ξεχωρίζουν τόσο με την απόδοσή τους, όσο και με την ομοιότητα τους με τις πραγματικές γυναίκες που ερμηνεύουν. Υπέροχη η Rose Byrne ως Gloria Steinem, βιώνει την δικιά της υπαρξιακή κρίση, απογοητευμένη που έχει μετατραπεί σε σουπερσταρ λόγω της ομορφιάς της και όχι των ιδεών της, η Ari Graynor αποδίδει ταιριαστά την απογοήτευση της Brenda Feigen για τον παραγκωνισμό της, αποτυπώνοντας με σχεδόν συγκινητικό τρόπο την ανάγκη της για αναγνώριση της προσφοράς της στο κίνημα, ενώ απολαυστική -καυστική, δυναμική και με πλήρη γνώση της πολιτικής τέχνης και της ανάγκης για ιδεολογικούς ελιγμούς- εμφανίζεται η Bella Abzug της Margo Martindale. Από το συντηρητικό μέτωπο, ξεχωρίζει η Sarah Paulson, ως η χαμηλών τόνων συνοδοιπόρος της Phylis, η οποία θα απομακρυνθεί διακριτικά από το πολιτικό κίνημα, αναγνωρίζοντας τον αυταρχικό τρόπο λειτουργίας του και την παραπληροφόρηση πάνω στην οποία βασίζονται τα επιχειρήματα της Phyllis.
Εκτός από τις ερμηνείες, όμως, η σειρά αριστεύει και στην σκηνοθεσία και την γενικότερη απεικόνιση της εποχής. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως οι ηρωίδες της σειράς δεν μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα τις αντιρρήσεις τους (είτε απέναντι σε άντρες πολιτικούς, είτε σε πολιτικούς συμμάχους τους ακόμα και του ίδιου φύλου), η σκηνοθεσία επιλέγει να αναδείξει αυτή την διακριτική απογοήτευση, κούραση, ακόμα και οργή με τα κατάλληλα πλάνα στις εκφράσεις, υπονοώντας όσα δεν λέει (και δεν θα μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να πει) το σενάριο. Παράλληλα, καταφέρνει να αποτυπώσει με εντυπωσιακή πιστότητα το κλίμα και την αισθητική της εποχής, αν και δεν περιμέναμε κάτι άλλο από μια σειρά την παραγωγή της οποίας έχουν αναλάβει άνθρωποι άμεσα εμπλεκόμενοι με το Mad Men.
Εν τέλει, η σειρά μοιάζει φοβισμένη να αξιοποιήσει στο έπακρο της αντιφάσεις της Schlafly, τη συνεργασία της με ακραίες φωνές που διαδίδουν το μίσος, αλλά και την παραπληροφόρηση που τρέφεται από την άγνοια και το φόβο και μετατράπηκε στο ισχυρότερο όπλο της προκειμένου να στήσει μια εξαιρετική βιογραφική σειρά (ή και ταινία) που θα είχε πολλά να πει για διάφορες πτυχές της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Αντ’ αυτού επιλέγει να αφιερώσει πολύτιμο χρόνο σε ιστορίες που παρουσιάζονται βιαστικά, στερώντας σημαντικό μέρος της δυναμικής της κεντρικής ιστορίας. Ακόμα και έτσι, όμως, η Mrs America παραμένει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σειρές της φετινής τηλεοπτικής σοδειάς.