Musicoma: Χορεύοντας στους τζαζ ρυθμούς της ζωής και του θανάτου

Πώς μπορεί να συνδυαστεί η μουσική με τα κόμικς; Πώς μπορεί ένα μέσο απ’ το οποίο απουσιάζει ολοκληρωτικά ο ήχος, να μεταφέρει την αίσθηση που σου προκαλεί η μουσική; Τα ηχητικά εφέ ίσως είναι μια λύση. Η (ρυθμική) επανάληψη οπτικών μοτίβων ίσως είναι μια δεύτερη. Σε κάθε περίπτωση, έχω την αίσθηση πως το πάντρεμα μουσικής και κόμικς μοιάζει καταδικασμένο να χάνεται, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, κάπου στη μετάφραση. Η μουσική απόδοση καταλήγει ακόμα πιο απαιτητική όταν μπαίνουμε στα χωράφια της τζαζ, ενός είδους συχνά αυτοσχεδιαστικού και ατίθασου. Και πάλι, βέβαια, υπάρχουν τρόποι να αποδωθεί ο χαρακτήρας της έστω και με έμμεσο τρόπο, όπως στην περίπτωση του περσινού Blue in Green, ωστόσο το γεγονός ότι η συγγραφή του σεναρίου ήταν προιόν αυτοσχεδιαστικής προσέγγισης, ελάχιστα επηρέασε τελικά την αναγνωστική εμπειρία. Φανταστείτε, λοιπόν, ένα κόμικ το οποίο, όχι μόνο προσπαθεί να «οπτικοποίησει» την τζαζ, αλλά να στήσει ένα κομιξικό μιούζικαλ! Δημιουργικός άθλος! Κι όμως, αυτόν τον ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Μαρία-Όλια Ντακογιάννη με το πρώτο της κόμικ, Musicoma, το οποίο μάλιστα συνοδεύεται από μουσική υπόκρουση –τζαζ, βεβαίως!- γραμμένη ειδικά για τη συγκεκριμένη ιστορία!

Η πλοκή μοιράζεται σε δύο χρόνους. Ο πρώτος τοποθετείται στο Μανχάταν της δεκαετίας του ’50, όταν μια νεαρή τζαζ τραγουδίστρια θα δεχθεί επίθεση  που θα την αφήσει σε ημιθανή κατάσταση. Τότε, το πνεύμα του μέντορά της, του Τσάρλι ‘Μπερντ’ Πάρκερ, θα δημιουργήσει μια φανταστική εκδοχή της Νέας Υόρκης, όπου η νεαρή κοπέλα θα μπορεί να ζει ασφαλής, έως ότου τελειοποιήσει της μουσικές της γνώσεις και μπορέσει να γυρίσει στον πραγματικό, σύγχρονό μας κόσμο. Δεκαετίες αργότερα, ένα νεαρό αγόρι με μηδενική αυτοεκτίμηση, θα επισκεφθεί τον κόσμο της και οι δυο τους θα εμπλακούν σε έναν ρυθμό μεταξύ ζωής και θανάτου.Οι δυο τους θα ερωτευτούν, με τον νεαρό άντρα να δηλώνει πρόθυμος να θυσιάσει την ασήμαντη ζωή του για χάρη του ταλέντου της υπερήλικης πλέον τραγουδίστριας με τη σχέση τους να ωθεί και τους δύο να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι στη ζωή.

Μέσα από αυτό το εσωτερικό ταξίδι, η Μαρία-Όλια θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα για την ίδια την ύπαρξη. Αξίζει να είσαι εγκλωβισμένος σε μια φανταστική διάσταση, μακριά από την καθημερινή ζωή και τις εμπειρίες που αυτή προσφέρει; Διαθέτει η ζωή ενός χαρισματικού ανθρώπου περισσότερη βαρύτητα και αξία από εκείνη ενός «θνητού»; Μάλιστα, πηγαίνοντας ένα βήμα παρά πέρα, συνδυάζει αυτά τα ερωτήματα με την ελιτίστικη διάσταση της τζαζ, η οποία ωθεί ένα μέρος της να αντιστέκεται στην εξέλιξη του είδους, μένοντας καθηλωμένη στις παρελθοντικές δόξες της, απομονωμένη από τις ζημώσεις της καθημερινής ζωής που αποτελούν τελικά τη βασικότερη πηγή έμπνευσης.

Οι ενδιαφέρουσες θεματικές συνοδεύονται από μια σχεδιαστική προσέγγιση που αποτυπώνει πειστικά τις εκφράσεις των χαρακτήρων, άρα και τον συναισθηματικό τους κόσμο, και αποπνέει μια ταιριαστή ρετρό ατμόσφαιρα, ενώ ενδιαφέρον έχει η επιλογή οι χαρακτήρες να διαθέτουν αισθητικές «ατέλειες», όπως η έντονα στραβή μύτη του πρωταγωνιστή, μακριά από τα εξιδανικευμένα πρότυπα ομορφιάς που συναντώνται (και) στα μιούζικαλ – μικρή λεπτομέρεια μεν, ταιριαστή δε με την ευρύτερη θεματική περί των ατελειών της καθημερινής ζωής.

Ωστόσο, στο αφηγηματικό κομμάτι δημιουργείται μια σύγχυση, καθώς δεν είναι πάντα εύκολα κατανοητό ποιό πάνελ ακολουθεί, σύγχυση που εντείνεται από σποραδικά σημεία, όπου το κόψιμο του κειμένου από ‘μπαλόνι’ σε ‘μπαλόνι’ φαντάζει κάπως άγαρμπο. Πάντως, η πιο δύσπεπτη αφηγηματική επιλογή εντοπίζεται στο διαδραστικό κομμάτι κι αυτό διότι ενώ στην εισαγωγή του βιβλίου υπάρχει η παρότρυνση η ανάγνωση να συνοδεύεται από τα τραγούδια, ώστε ο αναγνώστης να ακούει τους στίχους που διαβάζει, σύντομα γίνεται αντιληπτό πως μερικοί στίχοι απουσιάζουν από τις σελίδες του κόμικ. Αν και μάλλον κάτι τέτοιο συνέβη για εξοικονόμηση χώρου, δεν παύει να υπονομεύει την διαδραστική σχέση με την εξαιρετική κατά τα άλλα μουσική υπόκρουση.

Παρά τις επιμέρους αστοχίες, όμως, το Musicoma αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κυκλοφορία, καθώς αποδεικνύει πως ακόμα και οι πιο μικρές κυκλοφορίες δύνανται να πιάσουν τον παλμό της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Από τη μια, ο πειραματισμός με την διαδραστική αφήγηση φανερώνει πως και η ανεξάρτητη σκηνή αντιλαμβάνεται την ανάγκη για γεφύρωση των ψηφιακών μέσων με την πατροπαράδοτη αναγνωστική εμπειρία και από την άλλη το ερωτικό γράμμα προς ένα είδος όπως η τζαζ που μουσικά περνά μια δεύτερη νιότη, τόσο με σωρεία σπουδαίων δίσκων (το Blackstar του Bowie και οι σπουδαίες κυκλοφορίες του Shabaka Hutchings είναι μερικά μόνο παραδείγματα), όσο και με την ξαφνική, αλλά σημαντική  παρουσία σε άλλα μέσα (LaLaLand, Soul, Blue in Green), φανερώνουν μια –έστω και ασυνείδητη- σύμπνοια της Μαρίας-Όλιας με το πνεύμα της εποχής, γεγονός που πάντα βρίσκω γοητευτικό. Τελικά, η φιλοδοξία της νεαρής δημιουργού, η οποία ξεκίνησε θέτοντας έναν τρομερά φιλόδοξο και απαιτητικό στόχο μπορεί να μην ικανοποιήθηκε πλήρως, ωστόσο σίγουρα αφήνει υποσχέσεις για μια καλλιτεχνική πορεία με διάθεση για πειραματισμό κι αυτό μερικές φορές είναι από μόνο του τεράστια επιτυχία.

Σχόλια

Your email address will not be published.