Μπορεί η γραφή του Mark Russell (Second Coming) να μην είναι ιδιαίτερα λυρική και η προσέγγιση του να αποφεύγει τους τολμηρούς πειραματισμούς, αλλά αυτό δεν τον έχει εμποδίσει από το να «χτίσει» -σχετικά αθόρυβα είναι η αλήθεια- μια ενδιαφέρουσα εργογραφία γεμάτη ξεκαρδιστικά κόμικ που βάζουν στο στόχαστρο τα κακώς κείμενα της εποχής μας, από τη θρησκεία μέχρι τις τρομακτικές οικονομικές ανισότητες. Στο τέλος της ημέρας, εκείνο που ξεχωρίζει τον Russell από τα υπόλοιπα βαρύγδουπα ονόματα της σύγχρονης σκηνής κόμικς είναι η ικανότητά του να θίγει σοβαρά ζητήματα που σπάνια θίγονται (πχ οι φορολογικοί παράδεισοι) με έναν τρόπο εξωφρενικά ανάλαφρο, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως πως καταλήγει και λιγότερο αιχμηρός. Ευτυχώς, όλα αυτά τα γνωρίσματα της δουλειάς του συναντώνται και στην απολαυστική υπερηρωική σάτιρα My Bad, της οποίας το συν-υπογράφει το σενάριο μαζί με τον Bryce Ingman.
Οι Russell και Ingman ξεκαθαρίζουν ήδη από τις πρώτες σελίδες πως ό, τι ακολουθήσει θα είναι μια ορμητική επίθεση παρωδίας στο υπερηρωικό είδος, η οποία συνεχίζει ακάθεκτη μέχρι τέλους. Η εμφάνιση του Chandelier, του οποίου η μάσκα αποτελείται από λάμπες είναι ενδεικτική του ύφους, ενώ αντίστοιχης (καλής εννοούμενης) γελοιότητας είναι και οι υπόλοιποι «υπερήρωες», όπως εκείνος που έχει ως στόχο την προστασία των κατοίκων από το… μποτιλιάρισμα!

Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες, γίνεται άμεσο αντιληπτό πως από τις σελίδες του My Bad θα απουσιάζει κάποια ιστορία γεμάτη ανατροπές, μυστήριο και σκοτάδι. Αντιθέτως, ο Russell μπουκώνει τις σελίδες με οπτικά ή λεκτικά αστεία, τα οποία σπάνια αστοχούν και «επιτίθονται» στο ίδιο το κόνσεπτ του υπερήρωα. Εντούτοις, η απουσία σφιχτής πλοκής δεν είναι τυχαία, ούτε εξυπηρετεί μονάχα το χιούμορ. Στο My Bad, το υπερηρωιλίκι είναι η αφορμή των πλούσιων να παίζουν με τα πανάκριβα παιχνίδια τους, γεμίζοντας με διασκεδαστικές δραστηριότητες τον χρόνο τους και ικανοποιώντας τις προσωπικές τους εμμονές.
Ενδεικτικά, η αποστολή του Chandelier δεν είναι να σταματήσει κάποιον μεγαλοκακοποιό, όπως συνηθίζεται, αλλά να κυνηγήσει έναν ανταγωνιστή ο οποίος ίσως γνωρίζει την πραγματική του ταυτότητα. Εν ολίγοις, τα διακυβεύματα είναι ανύπαρκτα και τα κίνητρα είναι αυστηρά προσωπικά προκειμένου να αναδειχθεί ο εγωκεντρισμός και η μηδενική προσφορά των υπερηρώων. Κάπως έτσι, η ιστορία καταφέρνει να αφήσει θετική γεύση, όχι επειδή ανακαλύπτει νέα πεδία κριτικής για τους υπερήρωες, αλλά επειδή διατηρεί μια διασκεδαστική φρεσκάδα, ικανή να κρατήσει το ενδιαφέρον μέχρι τέλους.

Εντούτοις, δεν πρέπει να υποτιμάται και η συμβολή του Peter Krause, αφού το σχέδιο του και η φωτεινή χρωματική παλέτα πλαισιώνουν ιδανικά το περιπαικτικό ύφος της ιστορίας. Φαινομενικά ρεαλιστικό, αλλά γεμάτο με παράλογες εικόνες προσφέρει άπλετο υλικό οπτικού χιούμορ, συμβάλλοντας σε μια απολαυστική ανάγνωση.
Τελικά, στο My Bad οι υπερήρωες μοιάζουν με ένα μεγάλο αστείο που είναι αδύνατο να πάρεις στα σοβαρά και εκεί ακριβώς εντοπίζεται ο πυρήνας της κριτικής που ασκεί το κόμικ στην ίδια την ιδέα της ύπαρξής τους. Η δημιουργική ομάδα δεν αφήνει ευκαιρία να πάει χαμένη, παρωδώντας κάθε πτυχή των υπερηρωικών ιστοριών-κι όλα αυτά, δίχως να δημιουργηθεί η ανάγκη για σκληροτράχηλες απεικονίσεις που στάζουν αίμα σε κάθε πάνελ. Ποιος να το’ λεγε!
Πολύ ωραίο φαίνεται. Με έψησες άγρια! Μπαίνει στα προσεχώς. 🙂
Κλασικός Mark Russell, οπότε πιστεύω θα περάσεις καλά! 🙂