Διά χειρός Michael Grandage (θεατρικού (!), και όχι κινηματογραφικού, συγγραφέα), ο οποίος «διαβάζει» το βιβλίο του Bethan Roberts μεταφέροντάς το στη μεγάλη οθόνη, το My Policeman χάνει κάθε στοίχημα (αν είχε θέσει) και παραμένει ένα άνευρο σχόλιο πάνω στις καταπιεσμένες, με κάθε σημασία της έννοιας, ανθρώπινες σχέσεις.
Με ένα σενάριο που αφουγκράζεται την πραγματικότητα και δη τη ρευστή σεξουαλικότητα, και χρονικά κινούμενο πάνω σε δύο άξονες, το φιλμ ξεκινά από το παρόν όπου παρακολουθούμε δύο μεσήλικες, οι οποίοι ζουν, πλέον, σε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό συντηρώντας έναν γάμο που δείχνει να έχει ξεφτίσει στο πέρασμα του χρόνου. Η όποια οικιακή/ψυχική ηρεμία θα ανατραπεί, όταν η Marion, και σε αυτό θα βρει απέναντι της τον Tom, αποφασίσει να φέρει στο σπίτι, μέσω ενός προγράμματος οικιακής φροντίδας, τον φαινομενικά ξένο και τραυματισμένο από εγκεφαλικό Patrick, προκειμένου να τον αναλάβει αποκλειστικά.
Ωστόσο, ο Patrick δεν είναι στην πραγματικότητα και τόσο ξένος, με το ημερολόγιό του να αφηγείται, «φωτίζοντας» τις μεταξύ τους σχέσεις, γεγονότα που μας/τους τοποθετούν δεκαετίες πίσω στο Μπράιτον του 50’. Εκεί, ο Tom θα γνωρίσει την Marion, αν και εκ πρώτης όψεως δεν πολυ ταιριάζουν. Κλειστός και εργατικός, ο Tom, υπηρετεί στο Σώμα, ενώ δεν τρέφει και ιδιαίτερη συμπάθεια για την Τέχνη, στάση την οποία σταδιακά αλλάζει μελετώντας πίνακες ζωγραφικής με την/για χάρη της Marion, όταν στη ζωή τους εισβάλει ο Patrick, που το διάστημα αυτό εργάζεται ως επιμελητής μουσείου. Οι τρεις τους θα γίνουν αχώριστοι.
Το φλερτ του Tom και της Marion φαίνεται, όμως, να «απειλείται» από τον τρίτο Patrick, για να μάθουμε στη συνέχεια πως οι δυο άντρες προσπαθούν να κρατήσουν κρυφή μια ομοερωτική σχέση και όλα αυτά σε μια χρονική περίοδο όπου η ομοφυλοφιλία απαγορευόταν εκ του νόμου.
Η νεότερη ερμηνευτικά τριπλέτα αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της ταινίας. Φταίει, βέβαια, και το σενάριο που δεν τους υποστηρίζει. Δίχως ίχνος συναισθηματικής φόρτισης ερμηνεύουν τραγικούς χαρακτήρες που αν μη τι άλλο τους πνίγει το άδικο, ενώ ο Harry Styles (Don’t Worry Darling) δεν έχει βρει ακόμη την κινηματογραφική του ταυτότητα και το είδος του ηθοποιού που θέλει να είναι, χάνοντας την ευκαιρία να δώσει το προσωπικό του στίγμα σε έναν ρόλο που του «ταιριάζει» και εξωκινηματογραφικά, ερμηνεύοντας αφελώς έναν μπερδεμένο αστυνομικό που έλκεται και από τα δύο φύλα.
Η ταινία φαίνεται να πατάει περισσότερο σε στέρεο έδαφος στο «παρόν», εκεί που οι πιο έμπειροι ηθοποιοί δίνουν πιο μεστές ερμηνείες αμβλύνοντας, άθελα τους, το ερμηνευτικό χάσμα με τους νεότερους εαυτούς τους, φτάνοντας σε σημείο να γίνεται λόγος για ερμηνείες δύο ταχυτήτων. Αν και αμφότεροι είναι αλλοτριωμένοι από τον χρόνο και τα τραύματα που κουβαλάνε στις πλάτες τους, αισθάνεσαι πως δεν πρόκειται για τους ίδιους χαρακτήρες, και αυτό δεν λειτουργεί υπέρ του φιλμ.
Γεμάτη κλισέ και ακολουθώντας μια προβλέψιμη αφήγηση, η ταινία όχι μόνο δεν λέει τίποτα το καινούργιο, αλλά, παράλληλα, εκνευρίζει τον θεατή με την ρηχότητα των πρωταγωνιστών της, έρμαια μιας ανώτερης δύναμης που λειτουργεί υπέρ μιας συγκινησιακά βεβιασμένης τρίτης πράξης και μιας αδικαιολόγητης «ανατροπής». Άνθρωποι κάνουν λάθη, και άνθρωποι αλλάζουν σε μια προσπάθεια να εξιλεωθούν από το κακό που τυχόν προκάλεσαν. Επίσης, άνθρωποι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν λόγω των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Συλλαμβάνεσαι, λοιπόν, και εσύ αστυνομικέ μου. Όχι, όμως, λόγω του ποιος είσαι. Αλλά ελλείψει της κινηματογραφικής σου ταυτότητας.