Το Nightbitch, η νέα ταινία της Marielle Heller, μας συστήνει τη Μητέρα (Amy Adams), μια γυναίκα η οποία, μην αντέχοντας άλλο την καθημερινή ρουτίνα της ανατροφής ενός μικρού παιδιού στα προάστια, αρχίζει να πιστεύει πως μεταμορφώνεται σε σκύλο. Το ενδιαφέρον της στρέφεται προς τις λαϊκές δοξασίες, τους θρύλους και τις παραδόσεις της περιοχής και αρχίζει να διαβάζει σχετικά. Τα σημάδια της μεταμόρφωσης πληθαίνουν, σε αντίθεση με τη βοήθεια που της παρέχει ο άνδρας της (Scoot McNairy), ο οποίος είναι απασχολημένος με τη δουλειά του κι απουσιάζει πολλές ώρες απ’ το σπίτι.
Έχοντας ξεχωρίσει χάρη στις τρεις πρώτες μεγάλου μήκους σκηνοθετικές της απόπειρες, το Diary of a Teenage Girl (2015), το οσκαρικά υποψήφιο Can You Ever Forgive Me? (2018) και το υποτιμημένο A Beautiful Day in the Neighborhood (2019) με τον Tom Hanks, χάρη στις οποίες έχτισε ένα μικρό αλλά στιβαρό σώμα έργου που την καθιέρωσε ως μια από τις αναμενόμενες φωνές του μοντέρνου αμερικανικού κινηματογράφου, η Marielle Heller επιστρέφει με την πιο φιλόδοξη, αλλά και άνιση, επιφανειακή δημιουργία της μέχρι τώρα καριέρας της. Δυστυχώς, αυτό το φιλμ αναδεικνύει τα όρια της δημιουργού του και την ανικανότητά της – τουλάχιστον προς το παρόν – να φτιάξει ένα πραγματικά πρωτότυπο, θαρραλέο και καινοτόμο έργο.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του Nightbitch, συνειδητοποιούμε ότι κάτι πάει πολύ στραβά με τη μαύρη κωμωδία σωματικού τρόμου που σκαρφίστηκε η Heller, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Rachel Yoder. Η σάτιρα δουλεύει μόνο σε επιφανειακό επίπεδο, όπως και τα μηνύματα του φιλμ, τα οποία κραυγάζουν στο θεατή σε κάθε σκηνή, κάθε κάδρο και κάθε ατάκα του σεναρίου. Αν κάποιος αποπειραθεί να πάρει το φιλμ στα σοβαρά, το πιθανότερο είναι πως θα εγκαταλείψει στα μισά την προβολή αγανακτισμένος, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο η ταινία στρέφεται, ουσιαστικά, κατά της μητρότητας και τη βάλλει με μένος.

Ωστόσο, ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς το Nightbitch είναι, στην πραγματικότητα, με ένα μειδίαμα. Όχι επειδή η κωμωδία του λειτουργεί, κάθε άλλο – μια ματιά στο φετινό The Substance της Coralie Fargeat θα σας αποκαλύψει ακριβώς τι πήγε στραβά με το φιλμ της Heller. Για να το θέσουμε απλά, η δημιουργία της Αμερικανίδας σκηνοθέτριας είναι τόσο αδέξια, αμήχανη και κακόγουστη που κάθε προσπάθεια σοβαρής ανάλυσης καθίσταται μάταιη. Η Marielle Heller, βλέπετε, δε διαθέτει το σαρδόνιο χιούμορ ενός Paul Verhoeven, τη gore μαστοριά ενός David Cronenberg, ούτε καν (για να μη μας πείτε και φαλλοκράτες) το ανατρεπτικό πνεύμα της Fargeat.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η Amy Adams, μια εξαιρετική αλλά υποτιμημένη ηθοποιός, συνεχίζει το σερί άτυχων επιλογών της των τελευταίων χρόνων. Ενώ δε διστάζει να «τσαλακωθεί», να αφοσιωθεί με όλο της το σώμα (κυριολεκτικά!) στο ρόλο, η Adams δεν υποστηρίζεται από ένα εξίσου προσανατολισμένο σενάριο, ούτε από μια σκηνοθεσία ικανή να αναδείξει την ερμηνεία της. Το αποτέλεσμα είναι μια εντυπωσιακή ερμηνεία που δεν αρκεί για να σώσει ένα άψυχο κι επιφανειακό φιλμ.
Ίσως, τελικά, το σινεμά είδους δεν ταιριάζει και τόσο στη Marielle Heller, ούτε βέβαια και το σινεμά ατζέντας. Είναι πολύ προτιμότερο να επιστρέψει στο πιο χαμηλόφωνο, αλλά όχι λιγότερο απαραίτητο σινεμά που μας έδειξε ήδη ότι γνωρίζει καλά. Θα είναι μεγάλο κρίμα ένα από τα μεγαλύτερα σκηνοθετικά ταλέντα που ανέδειξε ο mainstream αμερικανικός κινηματογράφος στην προηγούμενη δεκαετία να αποδειχθεί υπερεκτιμημένο τόσο νωρίς.