Nine Days: Μετρώντας αντίστροφα για τη ζωή

Μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις του Sundance του 2020 ήταν το φιλόδοξο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Edson Oda, Nine Days. Αν και λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα μικρό κτίσμα στη μέση του πουθενά, σε μια έρημο που μοιάζει να ανήκει σε κάποια άλλη, παράλληλη διάσταση, είναι το θεματικό βάθος και το θάρρος με το οποίο αντικρίζει κατάματα την ανθρώπινη κατάσταση που προσδίδουν στην ταινία την φιλοδοξία της.

Πρωταγωνιστής, ή έστω ένας εξ’ αυτών, είναι ο Will, ένας σχετικά νεαρός άντρας που αρχικά δεν γίνεται κατανοητό τι ακριβώς κάνει. Ναι, του αρέσει να στέκεται μπροστά από τις αναρίθμητες παλιομοδίτικες τηλεοράσεις του και να παρακολουθεί κάθε λεπτό από τη ζωή αγνώστων. Αλλά, τι ακριβώς συμβαίνει; Σταδιακά, με τους δικούς της μεθοδικούς ρυθμούς και δίχως να εκβειάζει την πληροφορία, η ταινία αποκαλύπτεται∙ ο Will αποτελεί μια υπερφυσική οντότητα, έναν κριτή που κάποτε έζησε σαν άνθρωπος, ο οποίος καλείται να επιλέξει από μια ομάδα αγέννητων ψυχών, ποιά θα συνεχίσει το ταξίδι της στην ύπαρξη και θα βιώσει την ανθρώπινη εμπειρία.

Το κάθε άτομο που περνά από την «εξέταση», τα ακριβή κριτήρια της οποίας δεν μαθαίνουμε ποτέ, ξεδιπλώνει τη δικιά του αυτόνομη προσωπικότητα, παρ’ ότι μετρά μόνο μερικές μέρες ή και ώρες «ζωής». Κάποιοι εκδηλώνουν έντονο συναισθηματισμό και μια συγκινητική ευαισθησία, άλλοι επιθυμούν απλώς να περάσουν ευχάριστα πίνοντας μπύρα και έχοντας καλή παρέα. Ένας άλλος αποκαλύπτει άμεσα τις διαθέσεις του, οτι δηλαδή άμα πατήσει το πόδι του στη Γη, δεν θα διστάσει να προστατέψει τον εαυτό του, ακόμα και αν χρειαστεί να βιαιοπραγίσει, πιστεύοντας πως ο κόσμος είναι γεμάτος μίσος. Ένας άλλος χαρακτήρας, ίσως ο πιο οξυδερκής, στέκεται ακριβώς αντίθετα και η μοναδικότητά του γίνεται άμεσα φανερή. Απαντά στις ερωτήσεις του Will με ερωτήσεις, δείχνει πρωτοφανή ενσυναίσθηση, αποφεύγει να κρίνει καταστάσεις που δεν έχει βιώσει και κυρίως φανερώνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τον ίδιον τον Will σε βαθμό που τον αφοπλίζει.

Ξεκινώντας ιδιαίτετα ψύχραιμος και απόμακρος, ο Will φαντάζει αρχικά ως ένας τεχνοκράτης που έχε καταφέρει να περιορίσει στο ελάχιστο τον όποιον συναισθηματισμό του και να κρίνει με τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα. Ένα απροσδόκητο τραγικό γεγονός όμως θα έρθει να ταράξει αυτή τη φαινομενική αποστασιοποίηση. Ενοχές θα πλημμυρίσουν τη σκέψη του –μήπως η επιλογή του ήταν λάθος κι αν ναι, πώς είναι δυνατόν να ήταν τόσο απρόσεκτος;- και το παρελθόν του, οι δικές του επίπονες αναμνήσεις θα αρχίσουν να τον στοιχειώνουν ξανά. Ο Will βιώνει μια εσωτερική σύγκρουση που τον βαραίνει ακόμα περισσότετο, διότι αυτή τη φορά θα πρέπει να είναι πιο προσεχτικός στην επιλογή του – δεν μπορεί να επιλέξει ένα άτομο το οποίο θα γίνει έρμαιο της βαναυσότητας που κυριαρχεί στη ζωή.

Το ενδιαφέρον που κάνει το σενάριο είναι πως μέσα από τη διάδραση του Will με τις ψυχές, αποκαλύπτονται (ή καλύτερα, υποννούνται) τα δικά του συναισθήματα, οι δικές του ανασφάλειες, η προσωπική του ματιά πάνω στην ύπαρξη, η οποία κουβαλά ταυτόχρονα μια πικρία, αλλά και έντονο πόθο για τη ζωή. Ο ρόλος του είναι καθοριστικός, διότι σε μεγάλο βαθμό αναδεικνύεται σε κενροβαρικό χαρακτήρα και η αλήθεια είναι πως Winston Duke διαθέτει το κατάλληλο ερμηνευτικό βάρος. Διακριτικός, αλλά καίριος, αποτυπώνει με χειρουργική ακρίβεια κάθε λεπτή ή πιο έντονη έκφραση, δίνοντας βάθος στην ιστορία του με απόλυτα οπτικό τρόπο.

Σκηνοθετικά, ο Oda διατηρεί χαμηλό προφίλ σε μια ταινία που ενδεχομένως αφήνει περιθώρια για «πειραγμένη» σκηνοθεσία. Ωστόσο, η προσγειωμένη του ματιά λειτουργεί, συνοδευόμενη μονάχα από περιορισμένες εκκεντρικές ιδέες που αναδεικνύουν με διακριτικότητα, χωρίς να «φωνάζουν» την μεταφυσική φύση της ιστορίας, αναδεικνύοντας όμως έντονα την βαθειά ανθρώπινη ματιά του σεναρίου με την κάμερα να αφήνει μικρές, φαινομενικά ασήμαντες στιγμές να λάμψουν.

Εξαιρετικός και στη διαχείριση των ηθοποιών του (ενδεικτικά αναφέρω τους Zazie Beetz, David Rysdahl, Bill Skarsgård, Benedict Wong, Tony Hale, και Geraldine Hughes), καταφέρνει να εκμαιεύσει τον καλύτερο εαυτό τους, προσφέροντας καθημερινές ερμηνείες που βρίθουν από αβίαστη φυσικότητα. Μοναδικό ψεγάδι, κι εκείνο που απομακρύνει την ταινία από το να περάσει στη σφαίρα του σπουδαίου εγχειρήματος είναι το σενάριο, το οποίο παρά τις επιμέρους ενδιαφέρουσες ιδέες του δεν έχει να προσφέρει κάτι νέο, να φωτίσει κάποια διαφορετική πτυχή του ζητήματος, καταλήγοντας πάλι σε αναμενόμενα συμπεράσματα για τη σημασία των στιγμών που αφήνουμε να ξεγλιστρήσουν θεωρώντας τες αδιάφορες.

Ακόμα κι έτσι, όμως, είναι αδιαμφισβήτητο πώς πρόκειται για ένα εξαιρετικά ποιοτικό και σχετικά τολμηρό  ντεμπούτο από έναν δημιουργό που φαίνεται να διαθέτει τη στόφα του σπουδαίου. Αναμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια της καριέρας του.

Σχόλια

Your email address will not be published.