Σχεδόν μια δεκαετία χρειάστηκε ο R. Kikuo Johnson για να κυκλοφορήσει το νέο κόμικ του (είχαν προηγηθεί τα Νight Fisher το 2005 και το Shark King του 2012). Ωστόσο, το No One Else δεν πρόκειται για κάποιο μεγαλεπήβολο έπος με περίπλοκους κόσμους, αλλά για μια χαμηλόφωνη, λιτή ιστορία για την απώλεια που με το ζόρι ξεπερνάει τις εκατό σελίδες∙ μια ιστορία που λίγο πολύ έχουμε δει (και θα ξαναδούμε) αμέτρητες φορές. Επομένως, δικαιολογημένα γεννάται το ερώτημα∙ τι είναι αυτό, αν υπάρχει κιόλας, που ξεχωρίζει την κυκλοφορία του Johnson, ο οποίος πρόσφατα έγινε κι ο πρώτος κομίστας που βραβεύτηκε με το Whiting Award, από τις περισσότερες ιστορίες, αντίστοιχης θεματικής;
Η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο προσέγγισης της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου (κι όχι μόνο, όπως θα διαπιστώσουμε σύντομα). Συνήθως, εκείνη αποτελεί πρώτης τάξεως ευκαιρία για έντονες αφηγήσεις. Οικογενειακές συγκρούσεις, σπαρακτικοί μονόλογοι και βαρύγδουπες συζητήσεις για τη ζωή και τον θάνατο είναι μερικές μόνο από τις κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει μια αφήγηση εστιασμένη σε αυτήν. Παρ’ όλα αυτά, ο Johnson επιλέγει μια εντελώς διαφορετική οδό, πολύ πιο «ήσυχη», με περιορισμένα ξεσπάσματα. Εδώ, δεν κυριαρχούν οι εντάσεις, οι τσακωμοί, τα κλάματα ή κάποια άλλη προφανής ένδειξη πένθους. Στο No One Else κυριαρχεί η σιωπή. Η αμήχανη σιωπή που υποδηλώνει μια υπόκωφη ένταση, καταφέρνοντας να τρυπώσει κάτω από το δέρμα και να γεννήσει τις ισχυρότερες ανατριχίλες. Ακόμα και η σκηνή που θεωρητικά πυροδοτεί τις εξελίξεις, περατώνεται ελλειπτικά -περισσότερο υπονοείται, παρά βιώνεται- οπτικοποιείται μέσα σε μόλις τρία πάνελ και μετά, πάλι σιωπή…
Αυτή η χαμηλών τόνων αφήγηση παντρεύεται αρμονικά με τον αφαιρετικό σχεδιασμό του Johnson, ο οποίος όμως δεν στερείται απαραίτητων και ουσιωδών λεπτομερειών, καταφέρνοντας να συμπυκνώσει την απαραίτητη οπτική πληροφορία μέσα σε εξαιρετικά περιορισμένο χώρο – ικανότητα που πιθανότατα ανέπτυξε από την πολυετή πείρα στον σχεδιασμό εξωφύλλων για το επιδραστικότατο περιοδικό New Yorker. Η ελλειπτική του εικονογράφηση αποφεύγει υποδειγματικά τα προφανή και αφήνει την μελαγχολική μπλε μονοχρωμία (σπάει μόνο από ένα σποραδικό πορτοκαλί που συμβολίζει τις ενοχές), την κινησιολογία και τις λεπτεπίλεπτες, μινιμαλιστικά σχεδιασμένες εκφράσεις των χαρακτήρων του να μιλήσουν βωβά∙ τα ξεψυχισμένα βλέμματα, προϊόν ελάχιστων μόνο γραμμών, και οι απότομες κινήσεις των σωμάτων προδίδουν με νόημα όσα δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν με χίλιες λέξεις.
Η αθόρυβη ματιά του στον θρήνο ίσως να φαντάζει αλλόκοτη, αλλά στην πραγματικότητα είναι η πιο ταιριαστή προσέγγιση για μια λακωνική ιστορία που χρησιμοποιεί τον θάνατο για να μιλήσει για την απώλεια μιας ολόκληρης ζωής, για τις ευκαιρίες που χάθηκαν στο βωμό της φροντίδας αγαπημένων προσώπων, την ώρα που άλλα αγαπημένα πρόσωπα απομακρύνθηκαν από την ευθύνη για να ζήσουν τη ζωή που ονειρεύονταν. Ασυνήθιστη οπτική σε ένα συνηθισμένο θέμα λοιπόν, που παρά την φαινομενική υποτονικότητά της καταφέρνει να στοιχειώσει την μνήμη μέρες μετά την ολοκλήρωσή της ανάγνωσης, καθώς ποτέ δεν έχει την παραμικρή διάθεση να σταθεί επικριτικά απέναντι στους χαρακτήρες του. Η αποσταστιοποιημένη αφήγηση του Johnson, περισσότερο ανθρώπινη απ’ ότι μπορεί να παρεξηγηθεί αρχικά, δημιουργεί χώρο έκφρασης σε συναισθήματα οργής και ενοχής, δίχως να γίνεται ποτέ εκβιαστική, ενώ αφήνει παράλληλα μικρές, μα αναγκαίες χαραμάδες, για απροσδόκητα κωμικές στιγμές, όπως εκείνη του αλληγορικού φινάλε.
Η αισθητική του αρτιότητα, η υποδειγματική αξιοποίηση του μέσου από τον Johnson και η ικανότητά του να αφηγείται συμπυκνωμένες, αλλά πανίσχυρες ιστορίες καθολικής απήχησης αναδεικνύουν το No One Else σε μια απαραίτητη, απροσδόκητη ματιά πάνω στην απώλεια και τοποθετούν τον δημιουργό του στην ελίτ της σύγχρονης σκηνής των κόμικς.
Πάντα φοβερές προτάσεις κόμικς! Ευχαριστούμε και θα το έχω υπόψη μου!