Αν και η πιο πρόσφατη περίοδος της καριέρας του Steven Soderbergh θα μπορούσε εύκολα να υποτιμηθεί συγκριτικά με τις προηγούμενες, στην πραγματικότητα παραμένει ενδεικτική της κινηματογραφικής του προσέγγισης. Για την ακρίβεια, είναι εξαιρετικά συναρπαστικό το γεγονός, πως παρ’ότι κουβαλά στις πλάτες του μια καριέρα τριάντα χρόνων, συνεχίζει να πειραματίζεται με την ορμή και την όρεξη ενός πρωτοεμφανιζομενου δημιουργού.
Μόνο την τελευταία δεκαετία, η οποία μάλιστα γνώρισε και ένα σύντομο διάστημα συνταξιοδότησης, άφησε την σφραγίδα του στην auteurίστικη πτυχή της τηλεόρασης, σκηνοθετώντας το The Knick και εκτελώντας χρέη παραγωγού στο The Girlfriend Experience, ενώ πειραματίστηκε με την τηλεοπτική αφήγηση μέσα από το Mosaic.
Εξίσου ενεργός παρέμεινε, όμως, και κινηματογραφικά, σκηνοθετώντας ένα σερί ταινιών που η μόνη κοινή συνισταμένη τους είναι ένας διακριτικός, αλλά ουσιαστικός πολιτικός σχολιασμός. Στο αγωνιώδες Unsane τα βάζει με την ιδιωτικοποίηση της υγείας, στο meta The Laundromat με τους φορολογικούς παραδείσους, καλώντας το κοινό στην ενεργό δράση, στο αθλητικό High Flying Bird εξερευνά τη μορφή της σύγχρονης δουλείας, η οποία όμως κρύβεται πίσω από καλοπληρωμένους μισθούς αθλητικών σταρ με αντάλλαγμα των πλήρη έλεγχο της ζωής τους, ενώ ακόμα και στο αυτοσχεδιαστικό Let Them Talk, δεν ξεχνά να αναδείξει τη σκληρή δουλειά των εργαζομένων που απαιτείται για να συντηρηθούν οι χλιδάτες διακοπές στις κρουαζιέρες.
Όλα αυτά, τις περισσότερες φορές συνδυάστηκαν με έναν πειραματισμό στον τρόπο κινηματογράφισης και συγκεκριμένα με τη χρήση smartphone, η οποία, μάλιστα, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις έπαιξε και ουσιαστικό ρόλο στις θεματικές αναζητήσεις της ιστορίας (High Flying Bird), εξερευνώντας τις χειραφετικές διαστάσεις και τον αυθορμητισμό που προσφέρουν (;) οι νέες τεχνολογίες.
Στο φετινό του πόνημα, το No Sudden Move, ο Soderbergh μπορεί να μην χρησιμοποιεί κάποιο smartphone, αλλά συνεχίζει να εξερευνά τις αθέατες δομές της εξουσίας, αυτή τη φορά υπό το σκιώδες πρίσμα του crime εποχής. Πρωταγωνιστές είναι ο προσφάτως αποφυλακισμένος Curt (Don Cheadle) και ο Ronald (Benicio Del Toro), δύο εγκληματίες που συμφωνούν να συμμετάσχουν σε μια ληστεία για την οποία γνωρίζουν ελάχιστα, αλλά που φαίνεται να τους προσφέρει τα κατάλληλα χρηματικά εφόδια προκειμένου να αλλάξουν σελίδα και να ζήσουν μια ήσυχη, νόμιμη ζωή. Ωστόσο, όσο προχωράει η επιχείρηση, διαπιστώνουν ότι κάτι πάει στραβά και έτσι αποφασίζουν να ανακαλύψουν την αλήθεια και -γιατί όχι;- να αυξήσουν το μερίδιο που τους αναλογεί, απειλώντας εκείνους που έστησαν την κομπίνα.
Μέσα σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες, το σενάριο του Ed Solomon συμπυκνώνει αρκετή πληροφορία που αναμενόμενα καταλήγει χαωτική, ενώ πατάει γκάζι προς το φινάλε, όπου η μία ανατροπή διαδέχεται την επόμενη και αποκαλύπτονται τελικά όλα τα παρασκηνιακά παιχνίδια που είχαν στηθεί εις βάρος των δύο πρωταγωνιστών. Δυστυχώς, η πυκνή πληροφορία δεν επιτρέπει την ουσιαστική εμβάθυνση στους χαρακτήρες, αν και οι Cheadle και Del Toro καταφέρνουν να προσδώσουν μια αίσθηση βάθους στους χαρακτήρες τους μέσω των ερμηνειών τους. Ο πρώτος, αναδεικνύεται ως μια τίμια φιγούρα που προσπαθεί να αποκομίσει τα μέγιστα αποτελέσματα για τον εαυτό του, μερικές φορές αγγίζοντας τα όρια απληστίας, έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε ξαφνική εξέλιξη με ψυχραιμία και λογική. Ο δεύτερος μοιάζει διαρκώς χαλαρός και κουλ, σαφώς πιο συμφεροντολόγος και μερακλής σε τέτοιο βαθμό που δεν χάνει ευκαιρία να πιεί το ουισκάκι του, ακόμα και κατά τη διάρκεια κάποιας κρίσιμης αποστολής.
Βέβαια, το υπόλοιπο καστ, αν και γεμάτο με ταλαντούχους και αγαπημένους ηθοποιούς (μεταξύ των οποίω οι John Hamm, Amy Seimetz, Brendan Frazer, David Harbour, Ray Liotta, Julia Fox) έχει τόσο ελάχιστο χρόνο που δεν καταφέρνει να αποτυπώσει το μέγεθος του συσσωρευμένου ταλέντου. Ωστόσο, ίσως να ξεχωρίζει ο γνώριμος πλέον guest star στις ταινίες του Soderbergh, Matt Damon, που κρατά έναν ρόλο κλειδί, γεμάτο αβάσταχτη αυτοπεποίθηση και πεπεισμένο για τον ντεντερμινιστικό τρόπο εξέλιξης των πραγμάτων.
Σκηνοθετικά, ο Soderbergh δεν απογοητεύει, προσεγγίζοντας το υλικό με την γνώριμη αφηγηματική του οικονομία, μεταπηδώντας αρμονικά από τη μια υποπλοκή στην επόμενη. Παράλληλα, με το ψευδώνυμο του Peter Andrews συνεχίζει τους οπτικούς πειραματισμούς, κινηματογραφώντας τα καλαίσθητα και προσεγμένα σκηνικά με fish eye φακούς που παραμορφώνουν, ίσως δίχως προφανή λόγο, το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν οι χαρακτήρες.
Ο Soderbergh επιστρέφει σε ένα είδος που έχει επισκεφτεί πολλάκις στα πλαίσια της καριέρας του για να παραδώσει αυτή τη φορά μια πιο κλασικότροπη εκδοχή του, η οποία δεν στερείται τεχνικής αρτιότητας και μεστών ερμηνειών. Κυνικό, αλλά δίχως να λέει κάτι πρωτόγνωρο, το No Sudden Move μπορεί να μην αγγίζει πρόσφατες ή παλιότερες κορυφές της φιλμογραφίας του, ωστόσο σέβεται το είδος και προσφέρει ένταση και ανατροπές.