Nobody: Better Call… John Wick

Πριν μερικά χρόνια, ένας άντρας υπό την επήρεια ναρκωτικών εισέβαλλε στο σπίτι του Bob Odenkirk, εμπνέοντας τον αγαπητό ηθοποιό να εκκινήσει της διαδικασίες για τη δημιουργία μιας ταινίας στην οποία εκείνος θα υποδυθεί έναν άντρα που καλείται να υπερασπιστεί την οικογένεια του, ύστερα από μια απόπειρα ληστείας. Η βασική ιδέα φέρνει στο μυαλό το «Taken» και την περίπτωση του Liam Neeson που στα γεράματα μετατράπηκε σε έναν καρατερίστα, ωστόσο η εκτέλεση της ταινίας θυμίζει -ήδη από το τρέιλερ- το John Wick με το οποίο μοιράζεται και τον ίδιο σεναριογράφο. Και ενώ υπό άλλες συνθήκες δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό μια ταινία να θυμίζει κάποια άλλη, στην προκειμένη περίπτωση, και για λόγους που θα αναλύσουμε στη συνέχεια, η προσπάθεια του «Nobody» να ακολουθήσει τα χνάρια του John Wick είναι εξοργιστική.

Η αναπάντεχα ενδιαφέρουσα αρχή

Η πρώτη πράξη της ταινίας ακολουθεί σχετικά αργούς ρυθμούς (για τα δεδομένα του είδους), δίνοντας την εντύπωση πως θα αποτελέσει μια προσπάθεια αποδόμησης των ταινιών εκδίκησης. Βλέπετε, όταν οι ληστές μπαίνουν στο σπίτι του Hutch, του πρωταγωνιστή μας, εκείνος επιλέγει να μην τους επιτεθεί, αφήνοντας τους να πάρουν τα ελάχιστα χρήματα που διαθέτει. Ωστόσο, αυτή η απόφασή του έχει ως αποτέλεσμα, τόσο η γυναίκα και ο γιος του, όσο και διάφορα άλλα άτομα που μαθαίνουν για το συμβάν, να τον αντιμετωπίζουν με τέτοιο τρόπο που να υπονοεί πως δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, πως δεν φέρθηκε σαν άντρας, μετατρέποντας την ταινία -μέχρι εκείνο τη σημείο- σε ένα απροσδόκητο κινηματογραφικό συνοδευτικό του «Turist» του Ruben Östlund. Η συνέχεια είναι εξίσου ενδιαφέρουσα, αφού όταν τελικά ο Hutch ενδίδει στον πειρασμό και αναζητά τα ίχνη των ληστών, τους αφήνει στην ησυχία τους, όταν διαπιστώνει πως έχουν ένα άρρωστο βρέφος να φροντίσουν. Ξαφνικά, λοιπόν, μια ταινία που έμοιαζε με τυπική περιπέτεια δείχνει τη διάθεση να θίξει, έστω και επιδερμικά, τα καταπιεστικά πατριαρχικά πρότυπα του Άντρα-Προστάτη και την ταξική διάσταση του εγκλήματος.

Χτυπώντας αλύπητα τις προσδοκίες

Δυστυχώς, όμως, σύντομα το σενάριο θα προδώσει ο, τι ενδιαφέρον είχε χτιστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και θα κάνει ο, τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να αποτελέσει ένα αντίγραφο του John Wick. Σταδιακά, λοιπόν, αποκαλύπτεται πως ο κανένας, ήταν κάποιος – ένας θρυλικός εκτελεστής που έσπερνε το θάνατο με το ψευδώνυμο «Κανένας» (…), ο οποίος αποφάσισε να κάνει στροφή στην καριέρα του, να παρατήσει το αιματοβαμμένο του παρελθόν και να αφιερωθεί στην ήρεμη, οικογενειακή ζωή. Και εννοείται πως ο δρόμος του θα τον φέρει απέναντι στη ρώσικη μαφία.

Η μίμηση όμως δεν σταματά εδώ. Το σενάριο, προσπαθώντας μάλλον να αντιγράψει το πιο δημοφιλές χαρακτηριστικό του John Wick, τον σκύλο (RIP), με την ελπίδα να εμπνεύσει τη δημιουργία νέων memes (η μονάδα μέτρησης μιας επιτυχίας στις μέρες μας) βάζει την κόρη να ζητάει από τον πατέρα-δολοφόνο μια… γατούλα, την οποία και βρίσκει στο τέλος της ταινίας.

Σκύλο ο John Wick; Γάτα ο Hutch Mansell!

Δυστυχώς για την ταινία, όμως, η παρουσία (ή απουσία) του σκύλου είναι μονάχα η επιφανειακή γοητεία αυτών των ταινιών. Η πραγματική τους ομορφιά βρίσκεται στη μυθολογία που ενισχύεται με κάθε ταινία, αλλά και με την προσήλωση σκηνοθετών και σεναριογράφων να μας υπενθυμίζουν την υποβλητική παρουσία του John Wick, ο οποίος γεννά φόβο, αλλά και σεβασμό στους ανταγωνιστές του, έχοντας την ικανότητα να ξεκληρίσει όχι μερικές δεκάδες, αλλά εκατοντάδες αντιπάλους με τους πιο απροσδόκητους τρόπους. Αντιθέτως, ο «φόβος και ο τρόμος» του «Nobody» χρειάζεται τη βοήθεια του υπερήλικα πατέρα του και του αδερφού του προκειμένου να αντιμετωπίσει (με δυσκολία) μια ομάδα ανίκανων Ρώσων εκτελεστών, υπονομεύοντας έτσι την προσπάθεια του σεναρίου να μας παρουσιάσει τον πρωταγωνιστή ως έναν εκτελεστή με αξεπέραστο βιογραφικό.

Σκηνοθετικά, οι πρώτες σκηνές μάχης, όπως εκείνη στο λεωφορείο, ακολουθούν το ύφος των αντίστοιχων σκηνών στο John Wick, στις οποίες το ξύλο ακολουθείται από παύσεις για μερικές απαραίτητες αναπνοές, αλλά όσο προχωράει η ταινία, η προσέγγιση γίνεται ολοένα πιο κομιξική και στυλιζαρισμένη, αποκτώντας κάποιου είδους ταυτότητα. Ακόμα και έτσι, όμως, απουσιάζει η ισχυρή ταυτότητα που θα περίμενε κανείς από τον σκηνοθέτη του ιδιαίτερου «Hardcore Henry».

Οκ, το καταλάβαμε ταινία. Δεν σου άρεσαν μόνο οι ταινίες του John Wick, αλλά και τα πόστερ του.

Είναι κρίμα, τόσο κρίμα, μια ταινία να ξεκινά τόσο δυναμικά και με διάθεση για κάτι διαφορετικό, αλλά τελικά να ενδίδει στην ασφάλεια και στις “σίγουρες” συνταγές της επιτυχίας. Είναι κρίμα η σχέση του Hutch με την οικογένεια του να ξεχνιέται για χάρη της βίας – άραγε, ο γιός του θαυμάζει τώρα τον πατέρα δολοφόνο; Η ταινία ποτέ δεν ολοκληρώνει αυτή την υποπλοκή, ενώ θα μπορούσε να προστεθεί ακόμη μισή ώρα, αφήνοντας την ξεκρέμαστη ίσως για κάποια συνέχεια. Είναι κρίμα, ένας ηθοποιός σαν τον Odenkirk, που μπορούσε να κουβαλήσει τόσο καλά την ταυτότητα του μεσήλικα άντρα σε κρίση, να μετατρέπεται σε έναν ακόμη action hero. Όχι πως δεν ανταποκρίνεται με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα στις ανάγκες του ρόλου, αλλά δύσκολα θα καταφέρει να αγγίξει το πάθος που ρίχνει σε κάθε σκηνή ο Keanu Reeves. Και κάπως έτσι, μια εν δυνάμει φρέσκια προσέγγιση στο είδος, καταλήγει μια φθηνή αντιγραφή που θυμίζει σε κάθε πτυχή της πόσο ανώτερο είναι το πρωτογενές υλικό.

Σχόλια

Your email address will not be published.