Κάποιος μπορεί να θέλει να ζήσει στους δρόμους για να γνωρίσει, όπως και ο Sal του Kerouac, τις περίφημες «αμερικάνικες νύχτες». Μπορεί να αποφάσισε ότι θέλει να ξεφύγει από το «δίπολο του θανάτου» δουλειά-σπίτι και σπίτι-δουλειά (ειδικά τώρα τελευταία που με δυσκολία διακρίνεις τα όρια αυτών των δυο). Ακόμα χειρότερα, ίσως κάποιες συνθήκες να τον πέταξαν βίαια έξω από το σπίτι του, χωρίς να ερωτηθεί, αν ο δρόμος είναι κάτι που μπορεί να αντέξει. Μπορεί να τρέχει να ξεφύγει από τη μνήμη του νεκρού του συζύγου ή του γιού που μόλις πριν 5 χρόνια αυτοκτόνησε και ακόμα δεν μπορεί να το προφέρει. Μπορεί ακόμα, απλώς, να θέλει να γνωρίσει την Φύση ή για λόγους που μόνο αυτός γνωρίζει, να αποφάσισε να κάνεις ωτοστόπ μέχρι την Αλάσκα όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο «Magic Bus» που τον περιμένει εκεί από το ’61. Όποιος και να είναι ο λόγος πάντως, ένα είναι σίγουρο, η ζωή στον δρόμο κρύβει εκπλήξεις.
Αυτή τη ζωή επέλεξε να κάνει και η Fern (Frances McDormand, The Man Who Wasn’t There). Μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις, δώρα και δυσκολίες. Όπως μας αποκαλύπτει και το καταπληκτικό μοντάζ της Chloé Zhao, την μια στιγμή, η πρωταγωνίστρια μας, ψάχνει να βρει στην παλάμη της σωματίδια από πλανήτες που εξερράγην χιλιάδες χρόνια πριν, και την άλλη η ίδια παλάμη καθαρίζει λυγδιασμένους πάγκους σε έναν «Σείριο» της Νότιας Ντακότα. Την μια στιγμή γίνεται ένα με τον αέρα και την αλμύρα των κυμάτων που ουρλιάζουν ελευθερία, και την άλλην βρίσκεται πάλι πίσω στις εφιαλτικά ατελείωτες αποθήκες της Amazon που μοιάζουν με στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην ζυγαριά αυτή η Fern καλείται ξανά και ξανά να αποφασίσει αν το ένα αξίζει το άλλο. Για την ίδια όμως, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μοιάζει εύκολη. Ποτέ δεν την βλέπουμε να δυσανασχετεί και πάντα στέκεται ήρεμη και γαλήνια, έχοντας αποδεχθεί το τίμημα της ζωής που επέλεξε.

Βέβαια οι εμπειρίες και η αίσθηση ελευθερίας που προσφέρει αυτή η ζωή, δεν είναι τα μόνα δώρα που φέρνει μαζί του ο δρόμος. Χωρίς τους ανθρώπους, το ζύγι της Fern θα ήταν σε πολύ πιο οριακό επίπεδο. Μέσα από τα ταξίδια της γνωρίζει τους ανθρώπους μιας ξεχασμένης και διαφορετικής Αμερικής. Γνωρίζει τους εργατικούς μετανάστες που μετακινούνται στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να βρούνε δουλειά, τους ασυμβίβαστους χίπις και νέους που μοιάζουν χαμένοι και που θα μπορούσαν να γράψουν τα πιο «αληθινά» ποιήματα, αν είχαν ακούσει στην ζωή τους έστω και ένα, τους νομάδες, που αντιμετωπίζονται από την ίδια τους την χώρα σαν «γέρικα άλογα», παρόλο που, όπως σωστά παρατηρεί η αδερφή της Fern, Dolly, είναι μέρος μιας παράδοσης τόσο παλιάς όσο και η ίδια η Αμερική. Με όλους αυτούς, η Fern, αναπτύσσει σχέσεις με τον πιο ουσιαστικό και ανθρώπινο τρόπο, απαλλαγμένες από κάθε είδους υποκρισία και ψευτιά. Σχέσεις που σε παροτρύνουν να μοιραστείς τον πόνο σου και που αφαιρούν από την πλάτη σου βάρη του παρελθόντος, που για χρόνια έσερνες μαζί. Σχέσεις που στηρίζονται έμπρακτα σε έννοιες όπως αυτή της αλληλεγγύης και που ποτέ δεν δίνουν οριστικούς αποχαιρετισμούς.

Ο χρόνος στην ταινία μοιάζει να συστέλλεται και να διαστέλλεται ταυτόχρονα. Το ταξίδι της Fern δεν σταματά ποτέ και ενώ συνέχεια γνωρίζουμε νέους ανθρώπους, τίποτα δεν γίνεται βιαστικά και απότομα προκειμένου να «προχωρήσει» η ιστορία. Όλα παίρνουν τον χρόνο τους και σου δίνουν ανάσες, προκειμένου να εκτιμηθούν οι εμπειρίες και το ταξίδι. Αυτή είναι ίσως και η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας, καθώς χωρίς αυτή την «ευκαμψία του χρόνου», δεν θα μπορούσε ο θεατής να μπει στην θέση του συνοδηγού. Ο φακός του Joshua James Richards στα τοπία είναι όσο ανοιχτός(wide), όσο οφείλει να είναι και το μάτι του ταξιδευτή που ατενίζει τον ορίζοντα, προσφέροντας έτσι εικόνες μιας μοναδικά όμορφης και άγριας Αμερικής. Ταυτόχρονα, στους διαλόγους, η κάμερα εστιάζει στα πρόσωπα των ανθρώπων και στις εκφράσεις τους με τέτοιο τρόπο, που θυμίζει συνεντεύξεις ταινιών ντοκιμαντέρ. Η αυθεντικότητα αυτή των προσώπων, προφανώς πηγάζει και από την επιλογή της Zhao να χρησιμοποιήσει αρκετούς πραγματικούς νομάδες και όχι ηθοποιούς. Η ερμηνεία της McDormand είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες της χρονιάς, καθώς δεν υπάρχει στιγμή που να μην είναι απλώς συγκλονιστική. Επιπλέον, το υπέροχο ορχηστρικό soundtrack του Ludovico Einaudi, έρχεται να δέσει σε απόλυτη αρμονία την εικόνα με το συναίσθημα.

Η ταινία σου δίνει την αίσθηση ότι σου αποκαλύπτει, με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, κάποια ουσιαστική αλήθεια για τις ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνίες, χωρίς όμως να έχει κάποια επιτηδευμένη διδακτική πρόθεση. Βέβαια από την «αλήθεια» αυτή λείπει κάθε διάθεση αντίστασης και ουσιαστικής κριτικής απέναντι στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, κάνοντας έτσι το Nomadland, σε μεγάλο βαθμό, μια «απολιτίκ» ταινία. Η μόνη ξεκάθαρη πολιτική θέση προέρχεται από τον γέροντα Bob που κάνει λόγο για μια αόριστη «τυραννία του δολαρίου και των αγορών». Η διάθεση για ενασχόληση με κοινωνικοπολιτικά θέματα, σε βαθμό μόνο επιφανειακό, δεν αποτελεί φυσικά καινοτομία του Nomadland, καθώς λειτουργεί εδώ και χρόνια ως ένας «εύκολος» τρόπος επίδειξης προβληματισμού και ευαισθησίας για όλους τους «καλούς ανθρώπους αυτού του κόσμου» (και φυσικά μια κλασική οσκαρική συνταγή). Παρόλα αυτά όμως, η ταινία δεν μοιάζει να πασχίζει με το ζόρι να τα έχει καλά με όλους ή να κρύψει άβολες απόψεις, και σου δίνει την αίσθηση ότι ίσως απλώς την απασχολεί κάτι άλλο, πιο εσωτερικό και προσωπικό.
Το Nomadlandμε συγκίνησε για λόγους που ακόμα δεν μπορώ να προσδιορίσω, καθώς με «άγγιζε» σε ανύποπτες στιγμές κατά την θέαση, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο του είμαι ευγνώμων. Αν πρέπει, όπως λέει και ο ποιητής, να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος, τότε μήπως σε έναν κόσμο που δεν χωράς, ένας ατελείωτος πηγαιμός μοιάζει να είναι η μόνη λύση;
