Ας πούμε πως κάποιος ερχόταν και σας εκμυστηρευόταν την πιθανή ύπαρξη ενός –όπως θέλετε πείτε το- εξωγήινου πλάσματος. Θα τον πέρνατε στα σοβαρά; Ούτε καν.
Πάνω κάτω αυτή είναι η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία ο Jordan Peele, στο πρόσωπο του οποίου η αφροαμερικανική κοινότητα έχει βρει τον εκπόσωπό της στο σινεμά είδους μετά το αλληγορικά επιτυχημένο Get Out αλλά και το αντιτραμπικό Us, δομεί το θεαματικό σύμπαν του Nope. Συγκεκριμένα, βρισκόμαστε σε μια κοιλάδα της Νότιας Καλιφόρνια όπου δύο μαύρα αδέλφια, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, έχοντας κληρονομήσει ένα ράντζο, διευθύνουν, τώρα, την οικογενειακή επιχείρηση ως εκπαιδευτές αλόγων που χρησιμοποιούνται σε κινηματογραφικά γυρίσματα. Στον ίδιο χώρο συναντάμε και τον Jupe που σε παιδική ηλικία συμμετείχε σε μια τηλεοπτική σειρά στη διάρκεια των γυρισμάτων της οποίας ο «σταρ» χιμπατζής επιτέθηκε σε ολόκληρο το συνεργείο, και ο οποίος, εκμεταλλευόμενος το τραυματικό του παρελθόν, διευθύνει ένα γειτονικό θεματικό πάρκο. Οι ζωές και των με και του δε θα ανατραπούν, όταν τα αδέλφια θα βρεθούν μάρτυρες ενός εξωγήινου γεγονότος, το οποίο με τη συνδρομή ενός βετεράνου κινηματογραφιστή θα επιχειρήσουν να απαθανατίσουν.
Από τα σπιλμπεργκικά Σαγόνια του Καρχαρία και τον Ε.Τ. τον Εξωγήινο, μέχρι τον Πόλεμο των Κόσμων, αλλά και τον Οιωνό του Shyamalan, οι αναφορές είναι πολλές. Ο Peele αποδεικνύεται επιμελέστατος μαθητής και αυτό αποτυπώνεται στον τρόπο που επιχειρεί να χτίσει τον κλιμακούμενο τρόμο και την αγωνία για το άγνωστο. Και αυτό το τελευταίο είναι που μας φοβίζει περισσότερο. Με λίγα λόγια: έχει περάσει το μισό της ταινίας και ακόμη δεν έχεις καταλάβει πού το πάει ο σκηνοθέτης ή πόσους άσους κρύβει στο μανίκι του. Φυσικά, το όλο εγχείρημα συνεπικουρείται από την υποβλητική κινηματογράφηση αυτού που βρίσκεται από πάνω μας, των συννέφων πίσω από τα οποία φωλιάζει το κακό, αλλά και από τους απόκοσμους ήχους που συνοδεύουν την απειλή, φανερώνοντας τη δουλειά που έπεσε (και) στον ηχητικό σχεδιασμό.
Εκμετάλλευση και φυλετικές διακρίσεις είναι γνώριμες πια θεματικές στη φιλμογραφία του Peele, φροντίζοντας να μη λείψουν και από τη νέα του ταινία. Εδώ, όμως, ο Peele σχολιάζει το σήμερα. Το σήμερα (όχι μόνο) της Αμερικής, όπου οι περισσότεροι πασχίζουμε 24/7 για την τέλεια φωτογραφία προκειμένου να κερδίσουμε λίγο από την όποια εφήμερη ικανοποίηση και αναγνωρισημότητα που αυτή μπορεί να μας προσφέρει, και για την λήψη της οποίας πολλές φορές αψηφούμε τη λογική κοιτάζοντας εσφαλμένα το παρόν, και όχι το μέλλον.
Μέσω της αναζήτησης για την τέλεια λήψη, ο σεναριακά υπερφιλόδοξος Peele βρίσκει χώρο να σχολιάσει την κινηματογραφική βιομηχανία (εξάλλου μιλάμε για το Χόλιγουντ, την γενέτειρα του υπερ-θεάματος), τον ρόλο των έγχρωμων ηθοποιών σε αυτή, αλλά και σε ένα βαθύτερο (και πιο συγκινητικό) επίπεδο τον «πόλεμο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ανάμεσα στο παραδοσιακό και το ψηφιακό, εκεί όπου το τελευταίο αδυνατεί να συλλάβει το γεγονός (τυχαίο;).
Αυτό που, ωστόσο, προδίδει το φιλμ είναι η συνοχή του. Εκεί όπου οι διάφορες θεματικά χωρισμένες αφηγήσεις αντί να προσπαθούν να ευθυγραμμιστούν οδηγώντας την ιστορία στο φινάλε, απομακρύνονται μεταξύ τους, αφήνοντας κενά τα οποία ο Peele, σαν άλλος επίδοξος αγγειοπλάστης, επιχειρεί να «καλύψει» με κάποιες εντυπωσιακές σκηνές ανθολογίας για να καταλήξει στο κατ΄εμέ αρτιότερο τρίτο μέρος, εκεί όπου το γουέστερν συναντά το sci-fi, και η περιπέτεια την βιβλική παραβολή. Αλλά, ούτε καν. Το βάζο εξακολουθεί να είναι σπασμένο.