H Lily-Rose Depp στο «Nosferatu» του Robert Eggers.

Nosferatu: Μια αντιφατική ωδή του Robert Eggers στο σκοτάδι

Ύστερα από το ατμοσφαιρικό Witch που έστρεψε τα βλέμματα κοινού και κριτικών επάνω του, το λαβκραφτικό Lighthouse και το υποτιμημένο έπος του Northman, ο Robert Eggers επανέρχεται με ένα άκρως προσωπικό εγχείρημα∙ το ριμέικ της ταινίας Nosferatu (1923), η παρακολούθηση της οποίας αποτέλεσε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου, μία από τις βασικές αφορμές ενασχόλησής του με τον κινηματογράφο.

Από τα πρώτα λεπτά γίνεται εμφανές πως η ταινία διαθέτει την κομψότητα και την αρτιότητα που συνοδεύουν κάθε πόνημα του Eggers. Οι διάλογοι μοιάζουν με γνήσια τέκνα της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, ενώ η φωτογραφία του Jarin Blaschke πρόκειται για ένα αισθητικό αριστούργημα που οφείλουμε να προστατεύσουμε πάση θυσία στην εποχή του ψηφιακού αχταρμά. Κάθε πλάνο κι ένα έργο τέχνης με το ψυχρό φως της νύχτας να μην έχει αποτυπωθεί ποτέ ξανά με τόση ομορφιά και φρίκη και το σκοτάδι να είναι πηχτό και αδιαπέραστο με τρόπο που ελάχιστες φορές έχουμε αντικρίσει στην μεγάλη οθόνη. Καθόλου τυχαία, ο Eggers, ένας σκηνοθέτης που μοιάζει να βαστά ως φυλαχτό την απόκοσμη ζεστασιά του σκοταδιού, κρατάει τον Nosferatu κρυμμένο μέσα στις σκιές, ακόμα και όταν τον τοποθετεί στο κέντρο του κάδρου. Η όψη του φωτίζεται μονάχα σε μία κρίσιμη στιγμή, αλλά μέχρι τότε διακρίνεται με δυσκολία – ακριβώς όπως αρμόζει σε έναν θρύλο που κατοικεί στο σκότος, αφήνοντας την Ιδέα του να στοιχειώνει τα (υγρά) όνειρα των θνητών.

Η Ellen έτοιμη να παραδοθεί στις σκοτεινές ορέξεις του Count Orlok. Στιγμιότυπο από την ταινία «Nosferatu» του Robert Eggers.

Τα προβλήματα ξεκινούν, όταν ο Eggers αποφασίζει να εντάξει την σεξουαλικότητα στην προσέγγισή του. Από την μια, ξεκινάει και ολοκληρώνει την ταινία με σεκάνς που ξεχειλίζουν σεξουαλική ένταση κι από την άλλη, η σχέση της Ellen με τον μουστακαλή βρικόλακα δεν διαθέτει τίποτα παθιασμένο. Δεν προσεγγίζεται ως ένας καταραμένος μα ακαταμάχητος έρωτας (όπως θέλουν να υπονοήσουν οι εικόνες της ταινίας), αλλά σαν μια κακοποιητική σχέση, ένας εφιαλτικός δαιμονισμός. Ως εκ τούτου, το πλάνο του φινάλε με το οποίο και κλιμακώνεται η μεταξύ τους σχέση, αντί να καταλήγει μία εμβληματική προσθήκη στην ερωτική εικονογραφία της ταινίας, μετατρέπεται σε σύμβολο των αντιφάσεων της.

H Lily-Rose Depp πείθει ως δαιμονισμένη, αν και η ταινία θα επωφελούνταν περισσότερο αν αφιέρωνε περισσότερο χρόνο πάνω της, προσδίδοντας μάλιστα στο τελικό αποτέλεσμα κι έναν αέρα (σχετικής) ανανέωσης. Αντιθέτως, η ενδιαφέρουσα προσέγγιση με την οποία σκηνοθετεί ο Eggers τον Nosferatu, αδικεί τον Bill Skarsgård, αφού δεν του επιτρέπει να ξεδιπλώσει το ερμηνευτικό του ταλέντο. Ακόμα και η φωνή του, που δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε ότι αφιέρωσε  πολύτιμο χρόνο για να την «αναπτύξει», δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε ότι δεν ενισχύθηκε καθοριστικά από ψηφιακές τεχνολογίες. Από εκεί και πέρα, ο Nicholas Hoult (Renfield) πετυχαίνει διάνα το βλέμμα του χαμένου και τρομαγμένου συζύγου με το σενάριο να κάνει και κάποιες δειλές νύξεις στην απληστία του, ο Aaron Taylor-Johnson εκφράζει πετυχημένα την τραγικότητα που βιώνει, ο William Dafoe (Shadow of the Vampire) καταπίνει τα σκηνικά στο σύντομο πέρασμά του με την μόνη ερμηνευτική αστοχία να ακούει στο όνομα Emma Corrin‎‎. Πάντως, η πιο απολαυστική και αβανταδόρικη ερμηνεία ανήκει μάλλον στον “σαλεμένο” Simon McBurney, ενώ την πιο ενδιαφέρουσα αψίδα χαρακτήρα διαθέτει ο Dr. Wilhelm Sievers του Ralph Ineson που ταπεινωμένος από τον ορθολογισμό της επιστήμης ζητά χείρα βοηθείας από τον κόσμο του υπερφυσικού.

Καθηλωτικής ομορφιάς, αλλά και με σημαντικές αντιφάσεις, ο Nosferatu του Robert Eggers κερδίζει πόντους με την ατμοσφαιρικότητά του, αλλά μένει μετέωρος ως προς τις προθέσεις, αποτελώντας μάλλον την πιο άνιση δουλειά του δημιουργού του.

Σχόλια

Your email address will not be published.