Εμπνευσμένη από ένα πραγματικό περιστατικό, στο οποίο η σύζυγος του Fraction και γνωστή συγγραφέας κόμικς, Kelly Sue DeConnick, εντόπισε ένα όπλο στην αυλή του σπιτιού τους, η αρχικά τρίτομη, αλλά τελικά τετράτομη ιστορία του Matt Fraction (Who Killed Superman’s Pal, Jimmy Olsen?), ονόματι November, ακολουθεί τρεις άγνωστες μεταξύ τους γυναίκες, οι δρόμοι των οποίων θα συναντηθούν όταν η μια εξ’ αυτών καλέσει την αστυνομία για να ενημερώσει για την ύπαρξη ενός όπλου που εντόπισε στη μέση ενός στενού. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η ζωή τους θα αλλάξει ριζικά, αφού θα βρεθούν μπλεγμένες σε μια ιστορία αστυνομικής διαφθοράς που θα τις ωθήσει στα όρια τους.
Με τη βοήθεια της μη-γραμμικής αφήγησης που φέρνει στο νου το πνευματικό αδερφάκι του November, τις υπερηρωικές περιπέτειες του Jimmy Olsen, ο Fraction (ξανα)μπλέκει παρελθόν, παρόν και μέλλον, συχνά στην ίδια σελίδα ή σε διαδοχικά πάνελ για να αφηγηθεί μια τυπική ιστορία αστυνομικής διαφθοράς στην οποία μπλέκονται δίχως τη θέληση τους τρεις γυναίκες. Όπως και στην περίπτωση του Jimmy Olsen, έτσι κι εδώ, οι αφηγηματικοί ακροβατισμοί μπορεί να μην δικαιολογούνται σε απόλυτο βαθμό, αλλά σίγουρα ταιριάζουν στην ατμόσφαιρα της ιστορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ενισχύουν το αίσθημα τυχαιότητας που κυριαρχεί στο αστικό τοπίο των αλλοτροιωμένων ατομικοτήτων, ενώ αντικατοπτρίζουν την συναισθηματική και ψυχολογική τρικυμία των τριών γυναικών, οι οποίες βρέθηκαν ξαφνικά (ή σχεδόν ξαφνικά) σε μια κατάσταση που αδυνατούν να κατανοήσουν πλήρως. Λίγο καιρό πριν, η Dee δέχτηκε μια δουλειά που πλήρωνε εξαιρετικά καλά και θεωρητικά θα μπορούσε να της προσφέρει την πολυπόθητη διέξοδο από το αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί, παρ’ ότι δεν γνώριζε ούτε τι ακριβώς έκανε, ούτε για ποιόν δούλευε. Αντίστοιχα, η Emma βρέθηκε μπροστά σε ένα όπλο την ώρα που κατευθυνόταν στο διαμέρισμα μιας γνωστής της και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε χτυπημένη το πορτ μπαγκάζ ενός περιπολικού, δίχως να έχει αντιληφθεί τι συνέβη ή για ποιον λόγω δέχτηκε όλη αυτή την απροσδόκητη βία. Ενώ, η Kay, η γυναίκα που απάντησε στο τηλεφώνημα της Emma, όταν εκείνη κάλεσε την αστυνομία, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπη με αμαρτίες του παρελθόντος της, ικανές να καταστρέψουν ο, τι όμορφο είχε χτίσει μέχρι τώρα στη ζωή της.
Η σταδιακή διαπίστωση πως το μυστήριο δεν είναι δα και τόσο συγκλονιστικό, ίσως φουντώνει τα ερωτήματα για τη χρησιμότητα μιας περίπλοκής αφήγησης που μεταπηδά διαρκώς σε διαφορετικές οπτικές, παρουσιάζοντας εκ νέου παρελθοντικά γεγονότα, χωρίς να εκμεταλλεύεται το αφηγηματικό μωσαικό για το στήσιμο εντυπωσιακών ανατροπών ή αφήνοντας αναπάντητα μερικά (όχι ιδιαίτερα απαραίτητα) ερωτήματα. Από την άλλη, όμως, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της ιστορίας προκύπτει πως μάλλον δεν ήταν και αυτός ο στόχος εξ’ αρχής. Τελικά, ίσως ο Fraction να μην νοιαζόταν ποτέ πραγματικά ούτε για το στήσιμο κάποιας δαιδαλώδους πλοκής με διαδοχικές ανατροπές και πλεκτάνες που ξεκινούν από τα βρώμικα σοκάκια της ακατανόμαστης πόλης και καταλήγουν σε γραφεία πολιτικών ή εταιριών, ούτε για την απάντηση κάθε ερωτήματος. Στην πραγματικότητα, ο Fraction φαίνεται να αξιοποιεί μια τυπική, σχεδόν βαρετή περίπτωση αστυνομικής διαφθοράς για να εξερευνήσει το αμαρτωλό ή τραγικό παρελθόν των πρωταγωνιστριών του και να αναζητήσει τυχόν ευκαιρίες για εξιλέωση και μια καινούρια αρχή. Τουλάχιστον, αυτό αφήνουν να εννοηθούν οι συχνές σκηνές που επιτρέπουν την ανάπτυξη χαρακτήρων, παγώνοντας προς στιγμή την εξέλιξη της πλοκής. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση, εκείνο το τηλεφώνημα των δέκα σελίδων και των 120 πάνελ στον τρίτο τόμο, όπου οι μικρές παύσεις των χαρακτήρων και οι γοερές αντιδράσεις τους προδίδουν όσα επιχειρούν να αποκρύψουν τα λόγια. Τελικά, η αφηγηματική περιπλοκότητα δεν λειτουργεί υπέρ της σεναριακής ανατρεπτικότητας, αλλά για να φωτίσει κρυφές πτυχές των χαρακτήρων που προσφέρουν βάθος στα παθήματα τους και δικαιολογούν τις όποιες αποφάσεις τους.
Ο ρυθμός του σεναρίου αφήνει χώρο και χρόνο στο σχέδιο να αποτυπώσει με την απαραίτητη λεπτομέρεια τις συναισθηματικές αντιδράσεις των χαρακτήρων και όντως το σχέδιο της Elsa Charretier αναδεικνύεται σε καθοριστικό σύμμαχο του Fraction. Οι βαρειές γραμμές του σχεδίου και οι έντονες σκιές της Charretier ταιριάζουν ιδανικά στη νουάρ ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται από την καρτουνίστικη αισθητική της που παραπέμπει σε δημιουργούς σαν τους Bruce Timm και Darwyn Cooke, ενώ είναι φανερό πως γνωρίζει πού να εστιάσει την προσοχή των πάνελ της, ώστε να συνοδεύσει με τον κατάλληλο τρόπο ένα σενάριο το οποίο εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει μονότονο και γεμάτο διαλόγους στις ηπιότερες στιγμές του. Εξίσου σημαντική και η συμβολή της χρωματικής παλέττας του Matt Hollingsworth, η οποία διαχωρίζει χρωματικά τις ιστορίες των τριών γυναικών με ψυχρές ή ζεστές, αλλά διαρκώς μουντές αποχρώσεις, ταιριαστές με την φθινοπωρινή εποχή, ενώ μοναδικό ψεγάδι αποτελεί η γραμματοσειρά του Kurt Ankery που στην περίπτωση της Kal δυσκολεύει εξαιρετικά την ανάγνωση.
Μασκαρεμένη με νουάρ χαρακτηριστικά, η ιστορία του November δεν ενδιαφέρεται για ανατροπές και δολοπλοκίες, αλλά για τα άτομα που βρίσκονται μπλεγμένα σε μια μηχανή που δεν γνωρίζουν πώς, γιατί ή για ποιόν λειτουργεί και καλούνται να πάρουν αποφάσεις καθοριστικές για το μέλλον της. Ο Matt Fraction αποδεικνύεται εξαιρετικός και στη συγγραφή πιο σκοτεινών ιστοριών, συνεχίζοντας να πειραματίζεται με μια αφήγηση που εύκολα θα μπορούσε να εκτροχιασθεί. Τελικά, όχι μόνο δεν εκτροχιάζεται, αλλά σε συνεργασία με την υπόλοιπη ομάδα παραδίδουν μια από τις πιο ολοκληρωμένες ιστορίες της χρονιάς.
Πολύ ωραίο κείμενο. Πρέπει να το διαβάσω αυτό σύντομα 🙂
Σε ευχαριστώ πολύ Γιώργο! Πιστεύω θα σ’ αρέσει, μιας και εκτίμησες και το Jimmy Olsen! 😉