Pale Rider: Ένα «θρησκευτικό» western

Στη δεκαετία του 1980, το είδος του γουέστερν είχε πια παρακμάσει. Ελάχιστες ταινίες του είδους γυρίζονταν σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες, ενώ στη συνείδηση του κοινού οι καουμπόιδες – ήρωες είχαν αντικατασταθεί από τους action stars. Αναπόφευκτα, λίγες ήταν και οι ταινίες που ήταν πραγματικά καλές και είχαν κάτι φρέσκο να προσφέρουν στο genre. Μία από αυτές, όμως, ήταν το Pale Rider, το τρίτο γουέστερν που σκηνοθέτησε μια από τις παλιές καραβάνες του είδους, ο Clint Eastwood, και το οποίο, ήδη από τον τίτλο του, είναι γεμάτο θρησκευτικές αναφορές – το Pale Rider προέρχεται από την ιστορία των Τεσσάρων Ιπποτών της Αποκάλυψης και αναφέρεται στον Θάνατο, φέρνοντας στο νου το πρώτο γουέστερν που σκηνοθέτησε ο Eastwood, το High Plains Drifter (1973), το οποίο διέθετε επίσης μια μεταφυσική διάσταση.

Στο φόντο της ταινίας βρίσκεται η σύγκρουση ανάμεσα σε μεταλλωρύχους και γαιοκτήμονες, ένα θέμα που συναντάται σε πολλά γουέστερν. Εν προκειμένω, ένας ζάπλουτος επιχειρηματίας με συμφέροντα στα ορυχεία τρομοκρατεί τους γαιοκτήμονες της περιοχής προκειμένου να φύγουν και να του αφήσουν τη γη τους. Οι τελευταίοι είναι έτοιμοι να τα παρατήσουν φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, μέχρι που ένας μυστηριώδης άνδρας ντυμένος με ρούχα ιερέα και συστηνόμενος με το όνομα Preacher (δηλαδή Κήρυκας) καταφθάνει στην περιοχή κι αναλαμβάνει να τους προστατεύσει.

Γυρισμένη on location σε υποβλητικά τοπία της αμερικανικής Δύσης, η ταινία αυτή του Eastwood είναι μια από τις πιο παράξενες, γοητευτικές, σαγηνευτικές προσθήκες στον μακρύ κατάλογο του αμερικανικού γουέστερν. Κι αν κάπως υστερεί σε δύναμη μπροστά σε αριστουργήματα όπως το The Outlaw Josey Wales ή το Unforgiven, αυτό δεν της στερεί τον τίτλο μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ταινίας καθώς και του πιο τολμηρού και ολοκληρωμένου γουέστερν ολόκληρης της δεκαετίας του 1980.

Ο χαρακτήρας που υποδύεται στην ταινία ο Eastwood, ο Preacher, είναι μια φιγούρα καθαρά θρησκευτική. Εμφανίζεται από το πουθενά, εξαφανίζεται ξανά με τον ίδιο τρόπο και αφήνονται ξεκάθαρες υπόνοιες πως μπορεί να πρόκειται για φάντασμα. Όπως και στο High Plains Drifter, έτσι κι εδώ ο Eastwood αφήνει το θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το κατά πόσον η ταινία πρέπει να διαβαστεί θρησκευτικά, εντούτοις οι πολλαπλές σχετικές αναφορές του σεναρίου, από τον τίτλο μέχρι τους διαλόγους, μας ωθούν σθεναρά προς ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Το Pale Rider κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1985 και, χάρη στην εμπορική του επιτυχία, αποκατέστησε μερικώς την πίστη των στούντιο στην απήχηση του γουέστερν, η οποία είχε κλονιστεί ύστερα από την τεράστια εμπορική αποτυχία του Heaven’s Gate (1980) του Michael Cimino. Σε αυτήν του την ταινία, ο Clint Eastwood άντλησε έμπνευση από ένα κλασικό γουέστερν, το Shane (1953) του George Stevens, και έδωσε τη δική του, εκμοντερνισμένη εκδοχή, δίχως να παραλείψει να τιμήσει τον προκάτοχό του αναπλάθοντας σχεδόν πλάνο προς πλάνο την εμβληματική σκηνή της δολοφονίας έξω από το σαλούν που διαπράττει σε εκείνο το φιλμ ο Jack Palance. Ο ίδιος ο Eastwood παραδίδει μια από τις ωραιότερες και πιο σύνθετες ερμηνείες της καριέρας του εδώ, δίνοντας στον «Άνδρα Δίχως Όνομα» μια μεταφυσική διάσταση που είχε ανάγκη. Ο σχετικά αργός ρυθμός της ταινίας συμβάλλει στη δημιουργία μιας κάπως απόκοσμης ατμόσφαιρας, ενώ η μουντή φωτογραφία και το εξαιρετικό location scouting τσοντάρουν τα μέγιστα σε αυτήν την κατεύθυνση.

Συνδυάζοντας στιλ και περιεχόμενο, ο Eastwood πέτυχε ακόμα ένα σημαντικό γουέστερν, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών εκείνης της χρονιάς αποσπώντας ως επί το πλείστον θετικές κριτικές και σύντομα καθιερώθηκε ως μια από τις πιο επιτυχημένες δουλειές του σκηνοθέτη. Αν και προσωπικά το κατατάσσω τελευταίο ανάμεσα στα τέσσερα γουέστερν που σκηνοθέτησε ο Eastwood, αυτό δεν σημαίνει πως τούτο εδώ δεν είναι καλό, αλλά πως τα άλλα τρία είναι καλύτερα.

Το Pale Rider κυκλοφορεί σε επετειακή, για τα 40 χρόνια της ταινίας, διπλή έκδοση 4K + Blu-Ray από τη Warner Home Media Entertainment.

Σχόλια

Your email address will not be published.