Σε μια από τις κορυφαίες σκηνές της The Suicide Squad, ενδεικτική των σπουδαίων ισορροπιών της, ο Peacemaker ανταγωνίζεται τον Bloodsport για το ποιος θα δολοφονήσει τους «κακούς» με τον πιο βάρβαρο, αλλά εντυπωσιακό τρόπο. Η συγκεκριμένη σκηνή ήταν υποδειγματική καθώς φανέρωνε την διαστροφή και την ανευθυνότητα των δύο χαρακτήρων, καταλήγοντας τελικά σε μια κλιμάκωση ταιριαστή με το αλλοπρόσαλλο, μαύρο χιούμορ της ταινίας. Η σειρά Peacemaker, άμεση συνέχεια της ταινίας και ξανά με την υπογραφή του James Gunn, διαθέτει μια αντίστοιχη σκηνή. Αυτή τη φορά, στο πλάι του Peacemaker βρίσκεται ο παρανοϊκός του φίλος, ο Vigilante, με τον οποίον επιδίδονται και πάλι σε μια επίδειξη των πιο βίαιων ενστίκτων τους. Η διαφορά είναι πως τώρα οι συνέπειες των πράξεων τους είναι μηδαμινές, αφού στόχοι των σφαιρών τους δεν είναι άνθρωποι, αλλά χαλασμένες ηλεκτρικές συσκευές και κουτάκια μπύρας. Η σύγκριση των δύο σκηνών θα μπορούσε να συμπυκνώνει τη διαφορά των δύο ιστοριών και το νερωμένο αποτέλεσμα που παρέδωσε ο James Gunn με το Peacemaker, μια σειρά όπου όλοι υποστηρίζουν πως είναι αιμοβόρα κτήνη, αλλά αποδεικνύονται ταπεινά χαμομηλάκια που αδυνατούν να φέρουν εις πέρας τις ηθικά κατάμαυρες αποστολές τους.
Η σειρά αποτυγχάνει σε τουλάχιστον τρία, αλληλένδετα επίπεδα. Πρώτον, ως συνέχεια της The Suicide Squad, ύστερα ως μέρος της φιλμογραφίας του James Gunn και τελικά σαν ιστορία του Peacemaker. Ως προς την πρώτη διάσταση, η πλοκή της σειράς αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μια μικρογραφία της ταινίας, αλλά χωρίς εκείνα τα συστατικά που επέτρεψαν στο «γλυκό» να δέσει. Πάλι έχουμε μια μυστική ομάδα, η οποία όμως δεν αποτελείται από αναλώσιμους εγκληματίες με υπερδυνάμεις και πάλι οι κακοί είναι άνθρωποι που έχουν καταληφθεί από εξωγήινα πλάσματα. Μικρές λεπτομέρειες προφανώς και διαφοροποιούνται (και μάλιστα έχουν έντονο ενδιαφέρον), αλλά η μεγάλη εικόνα παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτη.
Αυτό το πρόβλημα γιγαντώνεται, αν τοποθετήσει κανείς τη σειρά εντός της ευρύτερης φιλμoγραφίας του Gunn, όπου γίνεται εμφανές πως συνεχίζει να αναπαράγει τις ίδιες και τις ίδιες ιδέες σε μια φιλμογραφία που δεν ξεπερνά τις τέσσερις ταινίες(!). Εκτός από γνώριμα πλάσματα (Slither, The Suicide Squad), ο πρωταγωνιστής πάλι έχει θέματα με τον πατέρα του (Guardians of the Galaxy Vol. 2) και για ακόμη μια φορά είναι λάτρης της μουσικής (Guardians of the Galaxy Vol. 1 & 2), δίνοντας την ευκαιρία στον Gunn να ντύνει τα επεισόδια με τα αγαπημένα του τραγούδια, όπως κάνει στο σύνολο της δουλειάς του. Το ζήτημα που προκύπτει λοιπόν, δεν είναι στην ύπαρξη αναγνωρίσιμων χαρακτηριστικών (προς θεού!), αφού πάνω κάτω όλοι οι σκηνοθέτες μια ταινία κάνουν στην καριέρα τους, αλλά στην ανύπαρκτη εξέλιξή τους.
Το αλλοπρόσαλλο χιούμορ, η δίχως όρια υπερηρωική υπερβολική (που τόσο λείπει από το είδος), οι εθιστικές μουσικές επιλογές και οι ως επί το πλείστον καλοσκηνοθετημένες σκηνές δράσεις (οκ, δεν είναι δα και τόσο συναρπαστικές) δηλώνουν εμφατικό παρόν και σίγουρα συντελούν στη δημιουργία μιας ευχάριστης και διασκεδαστικής σειράς. Ωστόσο, εκεί ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Η απροθυμία του Gunn να πειραματιστεί και να «παίξει» με τις σκηνοθετικές του εμμονές έχει ως άμεση συνέπεια την αλλοίωση του Peacemaker, αφού αντί να προσαρμόσει το ύφος του στον χαρακτήρα του οποίου την ιστορία ανέλαβε να αφηγηθεί, κάνει ακριβώς το αντίθετο – προσαρμόζει τον Peacemaker στο σκηνοθετικό του ύφος και τις σεναριακές του ευαισθησίες! H σειρά θα μπορούσε να έχει ως πρωταγωνιστές τους Guardians ή κάποιον άλλον χαρωπό αντιήρωα και κανείς δεν θα αντιλαμβανόταν τη διαφορά.
Δεν είναι πως αυτός ο Peacemaker δεν είναι πιστός στα κόμικς, καθώς η σκληρή αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει και κάποιο κόμικ άξιου λόγου να εμπνευστείς, αλλά ότι αυτός ο Peacemaker προδίδει την εμφάνιση του στη The Suicide Squad, σύμφωνα με την οποία μπορεί να μην διέθετε και το πιο κοφτερό μυαλό, αλλά ήταν ένας δεινός στρατιώτης που δήλωνε δίχως περιστροφές πως για χάρη της ειρήνης ήταν πρόθυμος να σκοτώσει «άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά»! Δυστυχώς, στη σειρά το μόνο που απομένει είναι ένας χαμηλού μορφωτικού επιπέδου τύπος (ενδιαφέροντα τα πολιτικά σχόλια του σεναρίου) που δεν μπορεί να πηδήξει από το ένα μπαλκόνι στο άλλο, στις μονομαχίες σώμα με σώμα είναι τουλάχιστον μέτριος (εκτός κι αν το σενάριο απαιτεί να μην είναι, όπως στο φινάλε), κάνει αστεία για κλανιές όταν κρατάει μούτρα σε κάποιον και -το σημαντικότερο- διστάζει να κάνει πράξη το μότο του. Όταν έρχεται η ώρα να αποδείξει πως είναι ικανός να σκοτώσει τον οποιοδήποτε για το κοινό καλό, τον πιάνει κρύος ιδρώτας, ενώ όταν στο φινάλε του δίνεται η ευκαιρία να δικαιώσει ξανά την φήμη του, επιλέγει την εύκολη λύση.
Η απογοήτευση είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν γίνεται αντιληπτό πως ακόμα και αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να λειτουργήσει με τους κατάλληλους χειρισμούς με έναν τρόπο παρόμοιο του Superman. Όπως εκείνος ξεκίνησε από ένα σκοτεινό σημείο, ώστε να οδηγηθεί στον χαρωπό, ευδιάθετο υπερήρωα που έχει αγαπηθεί τόσο μέσα στα χρόνια, έτσι και ο Peacemaker θα μπορούσε να ξεκινήσει από ένα πιο ανάλαφρο σημείο στην προσπάθειά του να ξεφύγει από το αιματηρό παρελθόν του και να καταλήξει να αγκαλιάζει τη σκοτεινή του πλευρά, αντιλαμβανόμενος πως δεν έχει πολλές εναλλακτικές.
Μάλιστα, το σενάριο δεν απέχει αρκετά από την παραπάνω περιγραφή. Και στα οκτώ επεισόδια γίνεται έκδηλη η ανάγκη του Chris να ανήκει σε κάποια ομάδα και να αφήσει πίσω του το σκοτεινό παρελθόν του, ενώ παράλληλα οι νέοι του συνεργάτες, εκτός του σταθερά πιστού Vigilante, είτε δεν τον εμπιστεύονται, είτε κρατάνε σημαντικά μυστικά ή ακόμα χειρότερα, τον προδίδουν. Αυτά τα δύο στοιχεία θα μπορούσαν να συνδυαστούν, ώστε στο τέλος η προσπάθεια του Chris για αλλαγή να πέσει στο κενό, να αντιληφθεί πως δεν μπορεί να εμπιστεύεται κανέναν και εν τέλει να επιστρέψει στον παλιό, «καλό» εαυτό του, έχοντας για σύμμαχο μονάχα τον παρανοϊκό Vigilante. Αντ’ αυτού, η σειρά επιλέγει να δώσει ένα χαρούμενο, ζεστό φινάλε, όπου όλα πάνε καλά και όλοι έχουν αποκτήσει μια νέα οικογένεια στα πρόσωπα των συνεργατών τους.
Ακόμα κι αν παραβλέψουμε όλα αυτά, η σειρά πάσχει από σημαντικές αστοχίες. Λόγου χάρη, η σχέση πατέρα-γιου, εκτός από κλισέ, ποτέ δεν αποκτά τη σημασία που υποτίθεται πως θα είχε και η μεταξύ τους σύγκρουση αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων. Αυτή η υποπλοκή ή θα έπρεπε να λείπει ή να είναι το βασικό κομμάτι της σειράς, εστιάζοντας την ιστορία σε μια πολύ πιο προσωπική αφήγηση. Επιπλέον, ποτέ δεν δικαιολογείται πειστικά γιατί εκείνη η δολοφονία στο The Suicide Squad επηρέασε τόσο πολύ τον Chris, ώστε να οδηγήσει σε ριζική αλλαγή της κοσμοθεωρίας του, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες είτε δεν αναπτύσσονται ποτέ ιδιαίτερα, είτε διαθέτουν ένα απολύτως βαρετό δραματικό κομμάτι που δεν αφορά κανέναν. Επομένως, ακόμα και να έλειπαν κάποιοι (ναι, Adebayo, εσένα κοιτάζω!) δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτα.
Βέβαια, παρά τα σημαντικά προβλήματα σχεδόν σε κάθε επίπεδο, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς τη χημεία και την αποτελεσματικότητα ολόκληρου του καστ. Κανένας ηθοποιός δεν απογοητεύει (παρ’ ότι δεν τους δίνονται ιδιαίτερα ζουμεροί ρόλοι), αλλά δίχως αμφιβολία είναι ο John Cena εκείνος που κλέβει με τρομακτική ευκολία την παράσταση, πετυχαίνοντας να εκφράσει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του, απ’ τις κωμικές ατάκες, τις οποίες εκτοξεύει με τρομερή φυσικότητα, μέχρι τις πιο δραματικές που απαιτούν την εκδήλωση μιας ευαίσθητης πλευράς ή εκείνες -τις ελάχιστες- που χρειάζεται να μας υπενθυμίσει την δολοφονική μηχανή που κρύβει κατά βάθος. Πραγματικά, η ευχάριστη έκπληξη της σειράς!
Η δεύτερη σημαντικότερη παρουσία είναι εκείνη του Vigilante. Ουσιαστικά, κι επειδή ο James Gunn ήξερε πολύ καλά πως αυτό που ετοίμασε δεν ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα του Peacemaker, πρόσθεσε τον Vigilante για να καλύψει το κενό της ωμής και υπέρμετρης βίας με τον ίδιο τρόπο που η Ratcatcher ήταν η φωνή της ενσυναίσθησης σε μια ομάδα γεμάτη από κτήνη. Ο χαρισματικότατος Freddie Stroma προσφέρει ανθρωπιά και χιούμορ σε έναν κοινωνιοπαθή δολοφόνο δίχως ίχνος ηθικού φραγμού, εμποτίζοντας τα επεισόδια με αγνό χιούμορ από έναν χαρακτήρα που το μόνο που ζητά είναι να δολοφονεί κόσμο παρέα με τον καλύτερο του φίλο, ακόμα κι αν αυτή η φιλία είναι μάλλον μονόπλευρη.
Δυστυχώς, παρά τις όποιες αρετές του, το Peacemaker αδυνατεί να αναπαράγει τις αριστοτεχνικές ισορροπίες που κράτησε η The Suicide Squad, προδίδει ο, τι χτίστηκε σε εκείνη την ταινία, αναπαράγει δίχως ιδιαίτερη φρεσκάδα τα αγαπημένα κλισέ του James Gunn και τελικά καταλήγει να είναι μια χαζοχαρούμενη περιπετειούλα (με την καλή έννοια) για έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να έχει ένα οποιοδήποτε όνομα. Αυτός δεν είναι ο Peacemaker, ούτε των κόμικς, ούτε του James Gunn. Αυτός είναι ο Peacemaker δύο φίλων που ήθελαν να κάνουν κάτι διασκεδαστικό μαζί. Και τα κατάφεραν.