Όταν η ενηλικίωση μας χτυπά αιφνίδια την πόρτα, τείνουμε να εκδηλώνουμε τάσεις φυγής από τις αναμνήσεις της παιδικότητάς μας. Αντιμετωπίζουμε την παιδική ηλικία σαν ένα ηλικιακό στάδιο απομακρυσμένο από τις επιταγές της σκληρής πραγματικότητας. Ωστόσο, όταν έχουμε παιδιά, με αυτή τη στάση θέτουμε εμπόδια στην προοπτική για ουσιαστική επικοινωνία μαζί τους, ξεχνώντας πως κάποτε βρισκόμασταν στην ίδια θέση με εκείνα, υποφέραμε από παρόμοιες ανησυχίες και φόβους, διακατεχόμασταν κι εμείς από μιαν αστείρευτη δημιουργικότητα και όρεξη για παιχνίδι. Ορμώμενο από αυτό το φαινόμενο απαξίωσης της παιδικότητας, που παρατηρείται στον κόσμο των μεγάλων, το φιλμ Petite Maman πραγματεύεται, απλά, τρυφερά, εύστοχα την επιθυμία ενός μικρού κοριτσιού να γνωρίσει αληθινά τη μητέρα του, υπερπηδώντας εμπόδια φαινομενικά ανυπέρβλητα.
Μετά τον θάνατο της γιαγιάς της, η οκτάχρονη Nelly (Josephine Sanz) επισκέπτεται με τους γονείς της το σπίτι που η μητέρα της, Marion, πέρασε τα παιδικά της χρόνια, για να το αδειάσουν από τα υπάρχοντα της εκλιπούσας. Ένα σπίτι κοντά στο δάσος, διάχυτο με αναμνήσεις. Σύντομα, ανίκανη να αντέξει τη θλίψη που της προξενεί το παρελθόν και την ένταση με την οποία εκδηλώνεται το πένθος της, η μητέρα της φεύγει. Αργότερα την ίδια μέρα, η Nelly θα γνωρίσει τη Marion (Gabrielle Sanz), ένα συνομήλικό της κοριτσάκι με όνομα ίδιο με της μητέρας της, που φτιάχνει ένα καταφύγιο από κλαδιά δέντρων στο δάσος. Η Nelly ενθουσιάζεται, καθώς θυμάται από τη μαμά της, σε μιαν από τις λιγοστές τους συζητήσεις για τα παιδικά της χρόνια, πως κι εκείνη είχε κατασκευάσει κάποτε ένα δεντρόσπιτο καταμεσής στο δάσος. Έτσι, θα γεννηθεί μια ξεχωριστή φιλία.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Καθώς οι μέρες περνούν, η ηρωίδα μας προβαίνει σε μιαν ανακάλυψη ανεξήγητη. Συνειδητοποιεί πως, με κάποιον μαγικό τρόπο, η νέα της φίλη είναι στην πραγματικότητα η οκτάχρονη εκδοχή ενός ανθρώπου που αγαπά με όλη της την καρδιά: η μητέρα της. Δύσκολο, φυσικά, να πιστέψει κανείς πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Ένας εξωτερικός παρατηρητής, που κάνει χρήση μόνον της λογικής και όχι της φαντασίας, στέκει μουδιασμένος, δύσπιστος ως προς την απρόσμενη τροπή που λαμβάνει η πλοκή.
Εφόσον όμως το ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού, από το οποίο έχει σαφώς επηρεαστεί η ταινία, επιτάσσει να δεχόμαστε κάτι παράδοξο και ανέφικτο σαν δυνατό να συμβεί, δε μας μένει, ως θεατές, παρά να αφεθούμε στην αφήγηση ενός πρωτότυπου και συγκινητικού παραμυθιού για τη σχέση μητέρας- κόρης.
Παρουσιάζεται λοιπόν επιτέλους στη Nelly η ευκαιρία να κατανοήσει κάθε πτυχή της μαμάς της, βρισκόμενη ενώπιόν της επί ίσοις όροις, χωρίς να τις χωρίζει η άβυσσος της ωριμότητας και της υποκρισίας, προσωπεία που, θέλοντας και μη, υιοθετεί με την πάροδο του χρόνου κάθε ενήλικας. Πλέον, τίποτε δε μπορεί να θεωρηθεί «παιδιάστικο» (αυτόν τον όρο χρησιμοποίησε η ενήλικη μητέρα της Nelly στην αρχή του έργου, υποτιμώντας μια παιδική της φοβία, και εισπράττοντας την αφοπλιστική απάντηση της κόρης της: «μίλα λοιπόν σε μένα για αυτή τη φοβία, αφού είμαι παιδί με αφορά»), ενώ αποδεικνύεται πως η μητρότητα μπορεί να μετατραπεί σε υγιή φιλία, όταν ο γονέας αντιμετωπίζει το παιδί του ως οντότητα ίδιας νοημοσύνης με αυτόν. Εξάλλου, δεν είναι τυχαία η επιλογή των διδύμων, πανομοιότυπων αδερφών Sanz από την Γαλλίδα σκηνοθέτιδα Celine Sciamma για τους ρόλους των οκτάχρονων κοριτσιών. Επιθυμία της, να αναδείξει πως μια μητέρα δε μοιράζεται μοναχά μια κοινή καταγωγή με το πλάσμα που έφερε στον κόσμο, μα πολύ περισσότερα, όπως κοινά ενδιαφέροντα, φαντασία, την αίσθηση της μοναξιάς…

Ακόμα, διακρίνει κανείς έναν συμβολισμό στην αλληλεπίδραση της φυγής της πενθούσας μητέρας και της σχεδόν παράλληλης εμφάνισής της ως παιδί στα μάτια της κόρης της. Ίσως, όταν χάνουμε κάποιον με τον οποίο ήμασταν στενά συνδεδεμένοι, ιδίως όταν πιστεύουμε πως δεν τον αποχαιρετήσαμε κατάλληλα, ο μόνος τρόπος για να μετριάσουμε το θλιβερό κενό που σχηματίστηκε στην ψυχή μας, είναι να ζήσουμε ξανά τις αναμνήσεις που δημιουργήσαμε μαζί του. Η μητέρα της Nelly λοιπόν, στην προσπάθειά της να διαχειριστεί την απώλεια της μαμάς της, γραπώθηκε εσπευσμένα από τις στιγμές που μοιράστηκε μαζί της ως παιδί, επιθυμώντας να τις βιώσει ξανά όσο πιο ζωντανά γίνεται, με τελικό αποτέλεσμα να ταξιδέψει, κυριολεκτικά, στον χρόνο.
Η ταλαντούχα Celine Sciamma, δύο χρόνια αφού σκηνοθέτησε το τραγικό της ποίημα, Portrait of a Lady on Fire, στο οποίο ασχολήθηκε με τα του καταπιεσμένου, «απαγορευμένου» έρωτος, έρχεται μέσα από τη νέα της ταινία να διερευνήσει τη δύσβατη πορεία ενός γονέα μέχρι να φανερώσει στο παιδί του τον εύθραυστο εσωτερικό του κόσμο, να παραδεχτεί ανενδοίαστα πως κι εκείνος ήταν κάποτε παιδί.

Η Sciamma δίνει σάρκα και οστά στο πρωτότυπο σενάριό της χωρίς καμιά υπερβολή. Φλερτάρει με τη μεσότητα, αποφεύγοντας σκηνικές εξτραβαγκάντζες ή ειδικά εφέ. Πράγματι, ένα γηροκομείο, ένα σπίτι μοιρασμένο σε δύο χρονικά επίπεδα και ένα δάσος αρκούν ώστε να αφηγηθεί τη γλυκιά της ιστορία μέσα σε μόλις 72 λεπτά. Εστιάζει στην απεικόνιση του χώρου, παρουσιάζοντας τις αλλαγές που βιώνει ένα σπίτι με την πάροδο του χρόνου(τοίχοι που βάφτηκαν, έπιπλα που καλύφθηκαν), αλλά και τα στοιχεία που παραμένουν άθικτα εντός του, όσος καιρός και να περάσει, ώστε το κοινό να αντιληφθεί εντονότερα το χρονικό παράδοξο που λαμβάνει χώρα στην οθόνη. Μεριμνά ώστε τα κάδρα της να είναι άρτια αισθητικά, δίνοντας έμφαση στη μυστηριακή ομορφιά του δάσους, καθώς εκεί πραγματοποιείται η γνωριμία- κλειδί, γύρω από την οποία περιστρέφεται το φιλμ. Κυρίως όμως, επιθυμεί να αποτυπώσει στα πρόσωπα των μικρών πρωταγωνιστριών της την αντιληπτική τους ικανότητα και τις εναλλαγές των συναισθημάτων τους καθώς, δειλά, έρχονται όλο και πιο κοντά η μια στην άλλη, μέχρι, καταληκτικά, να φθάσουν στην ανιδιοτελή αγάπη.
Αντί επιλόγου, το Petite Maman δίνει την ευκαιρία στον καθένα από εμάς να κρατήσει, με τη μορφή φυλακτού, μιαν αθόρυβη συμβουλή από τη Nelly και τη Marion: να ξυπνάμε συχνότερα από τον λήθαργο το παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Και τότε, όλα θα μοιάζουν λίγο πιο ξέγνοιαστα, λίγο πιο γαλήνια. Όσο για τους γονείς, μόνο με αυτόν τον τρόπο θα βρεθούν στο ίδιο μήκος κύματος με το παιδί τους. Όταν γίνουν κι εκείνοι, έστω για λίγο, παιδιά.