Οι πόρτες που άνοιξαν διάπλατα με την εισπρακτική (και καλλιτεχνική) επιτυχία της Ευνοούμενης, επέτρεψαν στον Γιώργο Λάνθιμο να στραφεί σε μια ιδέα που επιθυμούσε να υλοποιήσει για χρόνια: την διασκευή του Poor Things, του αλλόκοτου μυθιστορήματος του σκωτσέζου συγγραφέα Alasdair Gray. Σε αυτό, ένας ιδιοφυής επιστήμονας με το άκρως διακριτικό παρατσούκλι God (Willem Dafoe) επαναφέρει στη ζωή την Bella Baxter, μεταμοσχεύοντάς της έναν βρεφικό εγκέφαλο. Το πείραμά του «γεννάει» ένα ον αποκομμένο από κάθε κοινωνική σύμβαση της καλής κοινωνίας, με πάθος να ανακαλύψει τον κόσμο, αλλά και τα μυστικά της προσωπικής ηδονής. Όταν κλέβεται με τον επιβήτορα Duncan Wedderburn (Mark Rufallo), ο οποίος της υπόσχεται στιγμές ανεπανάληπτης σεξουαλικής ικανοποίησης, εκκινεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας και χειραφέτησης.
Το συναρπαστικό με το Poor Things είναι ο τρόπος με τον οποίον καταφέρνει να επαναλαμβάνει γνώριμα στοιχεία του λανθιμικού σύμπαντος την ίδια στιγμή που τα επανερμηνεύει σχεδόν ολοκληρωτικά. Η φιγούρα του υπερπροστατευτικού γονιού εντοπίζεται στον God, το «κλουβί» στο οποίο συνηθίζουν να είναι εγκλωβισμένοι οι λανθιμικοί χαρακτήρες στην πολυτελή κατοικία του, η Bella είναι το γνώριμο, παράξενο τέκνο με την αστεία κινησιολογία, την περίεργη ομιλία κα τις μηδενικές κοινωνικές δεξιότητες, ενώ το σεξ δηλώνει ξανά βροντερό παρόν. Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η προστατευτική φούσκα θα σπάσει, το παιδί θα βγει στον έξω κόσμο για να γευτεί την απερίγραπτη χαρά και τον παραλυτικό πόνο που κρύβει εκείνος, η δυστοκία στις κοινωνικές επαφές μετατρέπεται σε ένα λευκό καμβά πάνω στον οποίον επαναπροσδιορίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη και αμφισβητούνται οι κοινωνικές συμβάσεις, ενώ οι ερωτικές σκηνές παύουν να είναι άβολες και καταφθάνουν με μια ακαταμάχητη χειραφετική ορμή! Κατά μία έννοια λοιπόν, η ταινία αποτελεί την πνευματική συνέχεια του Κυνόδοντα, μια καταγραφή του γεμάτου ανηφοριές και απότομες στροφές ταξιδιού προς την κατάκτηση της ατομικής, μα και συλλογικής αυτονομίας, εξελίσσοντας τις θεματικές έγνοιες και την αισθητική της λανθιμικής φιλμογραφίας.
Δείτε ακόμη:
Βέβαια, όσο φανερή είναι η υπογραφή του Λάνθιμου, ο οποίος εδώ ξεσαλώνει με κάθε είδους στυλιστική ακροβασία, από χρήση ασπρόμαυρου και φίλτρων “κλειδαρότρυπας” μέχρι ακραίων ευρυγώνιων φακών, άλλο τόσο είναι και εκείνη του συν-σεναριογράφου της ταινίας Tony McNamara. Η μάλλον σημαντικότερη συνεισφορά του Αυστραλέζου σεναριογράφου έγκειται στην ταξική και ρεαλιστικά ουτοπική του ματιά για το μέλλον της ανθρωπότητας. Στο κείμενο μας για την τρίτη σεζόν της υποτιμημένης τηλεοπτικής σειράς του McNamara, The Great, γράφαμε πως ένας από τους λόγους που την κάνουν τόσο ξεχωριστή είναι η ικανότητά της να αποφεύγει τον κυνισμό, διατηρώντας αναλλοίωτο το βαθιά ριζοσπαστικό και ανθρωπιστικό όραμά της για την κοινωνία, όσο ανυπέρβλητη κι αν φαντάζει η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Αντίστοιχα, και η Bella του Poor Things, παρ’ ότι έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την προσωποποίηση του Κυνισμού, παρατηρεί τελικά πως όσο σκοτεινός και επίπονος κι αν φαντάζει ο κόσμος, δεν πρέπει να χάνουμε ποτέ το πάθος για να τον αλλάξουμε, να τον φανταστούμε διαφορετικά από το πώς τον κληρονομήσαμε! Διαρκώς πολιτικοποιημένη, αλλά ουδέποτε σοβαροφανής ή διδακτική, η πένα του McNamara (και του Λάνθιμου) προσεγγίζει ακόμα και τα πιο καυτά ζητήματα, όπως η πορνεία, με τρόπο ουσιαστικό, προοδευτικό και πολύπλευρο, αναγνωρίζοντας τις συχνά αντιφατικές, αλλά περίπλοκες όψεις τους, ενώ δεν φοβάται να απεικονίσει το σεξ και την ηδονή με τρόπο ακομπλεξάριστικο και παιγνιώδη, ως αναπόσπαστα μέρη της χειραφετημένης ζωής και βασικά μέσα επαφής όχι μόνο με τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά και τα πολλαπλές όψεις του κόσμου.
Ωστόσο, η σφραγίδα του McNamara δεν περιορίζεται εκεί. Όπως και στην προηγούμενη συνεργασία τους, το υπέροχο The Favourite, οι ατάκες είναι ξεκαρδιστικά θανατηφόρες, ανοίγοντας το δρόμο για τη ζωηρή κινησιολογία των ηθοποιών και τις απολαυστικά καρικατουρίστικες εκφράσεις τους, ενώ σκηνικά και ενδυματολογία εκτοξεύονται σε ένα άλλο, άπιαστο επίπεδο, που καμιά άλλη, έστω πρόσφατη ταινία (για να είμαστε ταπεινοί), δεν έχει πλησιάσει. Η πειραγμένη οπτική της Bella για τον κόσμο ζωντανεύει μέσα σε ένα σύμπαν απαράμιλλης ομορφιάς, όπου η γοτθική αρχιτεκτονική γειτονεύει με την steampunk αισθητική και τα κοστούμια αποτελούν από μόνα τους θαυμαστά έργα τέχνης. Όλα τα παραπάνω στοιχεία ναι μεν προσεγγίζονται με ασύγκριτη δημιουργικότητα και εκτελεστική δεινότητα από τον Λάνθιμο και την ομάδα του, αλλά είναι γνωρίσματα που διαπερνούν -σε μικρότερη κλίμακα- το σύνολο της σύντομης φιλμογραφίας του McNamara (η Cruella είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα), ενισχύοντας την υποψία μας πως πρόκειται για έναν γνήσιο σεναριογράφο-auteur, όπως ο Charlie Kaufman!
Κι αν η ταινία είχε ήδη κατακτήσει μια θέση στις πιο αξέχαστες κυκλοφορίες των τελευταίων ετών χάρη στις καλλιτεχνικές και θεματικές της φιλοδοξίες, είναι οι ερμηνείες των Emma Stone και Mark Ruffalo που την μετατρέπουν σε μια αξέχαστη εμπειρία. Για την Stone μάλλον δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν αυτό ακριβώς που επιχειρεί και φέρνει εις πέρας με αποστομωτική φυσικότητα. Ίσως, αρκεί να ειπωθεί πως μέσα σε λίγες ώρες, καταφέρνει να συμπυκνώσει την πορεία ολόκληρης της ανθρωπότητας, από το «βρεφικό» μέχρι το (μελλοντικό ίσως) ώριμο στάδιο της, όπου φωλιάζουν αγκαλιασμένες η ατομική με την συλλογική ελευθερία, παραδίδοντας ψυχή και σώμα στο ρόλο της. Απ’ την άλλη, ο Ruffalo εκμεταλλεύεται την σπάνια ευκαιρία που του δίνεται για να αποκαλύψει το κωμικό του χάρισμα σε έναν ρόλο που καταλήγει απολαυστικά κωμικοτραγικός. Οι αντιδράσεις και η σωματικότητα με την οποία προσεγγίζει τον ρόλο του χαρίζουν μερικές από τις ξεκαρδιστικότερες στιγμές σε μια ταινία με πληθώρα κωμικών στιγμών.
Αισθητικά αποστομωτική (απόδειξη πως το πρόβλημα των ψηφιακών εφέ δεν είναι τόσο η μη πειστικότητά τους, αλλά η εμμονή τους με τον ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου), μουσικά συγκλονιστική χάρη στις εξωγήινες συνθέσεις του Jerskin Fendrix, με ερμηνείες-τομή και ένα σενάριο προσιτό μα ταυτόχρονα τόσο πολυεπίπεδο και πολιτικά γόνιμο, η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου είναι σινεμά αδιαπραγμάτευτου καλλιτεχνικού οράματος, αδιανόητα φιλόδοξο και τελικά, απλώς ακαταμάχητο. Ηδονή για όλες τις αισθήσεις!