Ο Nick Corey, ο πρωταγωνιστής και αφηγητής του βιβλίου POP. 1280, είναι ένας σερίφης που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την τήρηση του νόμου, ένας σύζυγος που δεν αντέχει ούτε τη γυναίκα του, την οποία παντρεύτηκε ψιλοτυχαία, ούτε τον αργόστροφο αδερφό της που βγαίνει τα βράδια και παίρνει μάτι της γυναίκες της πόλης, αλλά επιλέγει να ζει μια ήσυχη ζωή, προβάλλοντας μια τάχα παθητική στάση απέναντι στη ζωή. Έτσι, έχει καταλήξει να είναι σχετικά αγαπητός από τους πολίτες και να περνά εντελώς αδιάφορος από τη γυναίκα του, η οποία άχρηστο τον ανεβάζει, ηλίθιο τον κατεβάζει.
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η απάθεια δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ουσιαστικής ανικανότητας, αλλά συνειδητή στάση ζωής. Υιοθετώντας την εικόνα ενός ήρεμου, αδιάφορου και -γιατί όχι;- ανίκανου ατόμου, ο Nick δίνει την ψευδαίσθηση στους γύρω του πως είναι αφεντάδες του εαυτού τους, αγνοώντας πως ανάμεσά τους κυκλοφορεί ο μετρ της χειραγώγησης. Ο Nick δεν πρόκειται για έναν ψυχοπαθή δολοφόνο που θα προκαλέσει ρίγη ανατριχίλας με τις αποτρόπαιες πράξεις του, αλλά έναν διακριτικά ιδιοφυή τύπο που ξέρει ακριβώς πώς πρέπει να χειριστεί τους γύρω του, προκειμένου να τους ωθήσει σε πράξεις παραλογισμού και να προστατέψει έτσι τον εαυτό του και τις ανέσεις του.
Το πανούργο του μυαλό έχει την ικανότητα να ενεργοποιεί τον χειρότερο εαυτό των γύρω του, να φέρνει στην επιφάνεια με ανατριχιαστική ευκολία τον βαθειά ριζωμένο ρατσισμό και μισογυνισμό τους και να ξυπνά την τρομακτική ανθρώπινη φαντασία που δεν θα διστάσει να σκαρφιστεί την πιο απίστευτη ιστορία προκειμένου να βλάψει το ευγενικότερο άτομο. Κατά μια έννοια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο Nick πρόκειται για έναν λευκό καμβά πάνω στον οποίον αποτυπώνεται με τραγελαφικό τρόπο ολόκληρη η σκοτεινιά της ανθρώπινης ύπαρξης και γι’ αυτό το λόγο ο χαρακτήρας του λειτουργεί τόσο, μα τόσο αποτελεσματικά.
Η επιλογή του Jim Thompson να ξεδιπλώσει ολόκληρη την ιστορία αποκλειστικά μέσα από την οπτική ενός τόσο ιδιαίτερου χαρακτήρα θα μπορούσε εύκολα να αποδειχθεί καταστροφική. Ωστόσο, ο συγγραφέας διατηρεί ζηλευτές ισορροπίες, βουτάει την αφήγησή στο μαύρο χιούμορ, την ντύνει με θεοσκότεινες περιγραφές και αποφεύγει να δώσει στον χαρακτήρα κάποιο τραγικό παρελθόν, δικαιολογώντας σε κάποιο βαθμό τη συμπεριφορά του. Αν και προφανώς του προσδίδει κίνητρα (διατήρηση της θέσης του σερίφη) στην πραγματικότητα κρατάει μια αποστασιοποιημένη στάση, χρησιμοποιώντας τον ως όχημα για οξεία κοινωνική κριτική. Και τα καταφέρνει περίφημα, αφού η γραφή του, αφοπλιστικά ειλικρινής και τρομακτικά ρεαλιστική μέσα στην υπερβολή της, παραμένει επίκαιρη και αιχμηρή, υπενθυμίζοντάς μας πως στην πραγματικότητα ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα.
Μέρες μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου, προσπαθώ να θυμηθώ κάποια ιστορία που να είναι γεμάτη μονάχα με αντιπαθείς χαρακτήρες και παρ’ όλα αυτά να μην έχει πάψει στιγμή να διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον. Όσο και να σπάω το κεφάλι μου, όμως, δεν τα καταφέρνω, γεγονός που μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: πως η μνήμη μου δεν είναι δα και η καλύτερη ή πως ο Jim Thompson πέτυχε κάτι συγκλονιστικά δύσκολο. Για διάφορους λόγους, θα επιλέξω τη δεύτερη επιλογή.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ σε εξαιρετική μετάφραση της Κίκας Κραμβουσάνου.