Ο θρύλος του Κόμη Δράκουλα συνοδεύει την τέχνη του κινηματογράφου ήδη από τα πρώτα της βωβά βήματα, έχοντας προσφέρει μέσα στα χρόνια έμπνευση για κάθε είδους ιστορία∙ από ρομαντικές ιστορίες γοτθικού τρόμου μέχρι παρωδίες. Το Renfield, σε σκηνοθεσία του Chris McKay, ο οποίος προ ετών μας είχε χαρίσει την κρυφά καλύτερη ταινία Batman του 21ου αιώνα, θέτει στο προσκήνιο τον κατατρεγμένο βοηθό του Δράκουλα, απεικονίζοντας την μεταξύ τους σχέση ως μια τοξική σχέση αφέντη-δούλου από την οποία η αποδέσμευση αποτελεί έναν επίπονο άθλο.
Δίχως αμφιβολία, ο McKay προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ματιά. Η αισθητική της ταινίας ακροβατεί ανάμεσα στην καγκουριά των νέον φώτων και την αχαλίνωτη κομιξική αισθητική, παραπέμποντας σε ένα κράμα της πρώτης Suicide Squad και του Birds of Prey (με το οποίο συγγενεύει και θεματικά κατά μία έννοια), ενώ οι σκηνές δράσης εμπνέονται ελαφρώς από το John Wick με την (μάλλον επιτηδευμένα) άγαρμπη εκτέλεσή τους να παραπέμπει σε μια b-movie που δεν διστάζει να μας λούζει σε λουτρό αίματος με την πρώτη ευκαιρία, διαμελίζοντας άτομα με αναπάντεχους τρόπους. Όλος αυτός ο αχταρμάς μπορεί να μην λειτουργεί απόλυτα σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας -διάολε ίσως και να κουράζει κιόλας μετά από ένα σημείο!- αλλά όπως και να’ χει δεν μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη οπτικού ενδιαφέροντος.
Σε κάθε περίπτωση, η καρδιά της ταινίας χτυπάει στον σπουδαίο, μα ιδιαίτερα υποτιμημένο Nicholas Hoult (The Great). Τα εκφραστικά του μάτια έχουν αποδείξει πως μπορούν να εξανθρωπίσουν και το πιο αδίστακτο ρεμάλι, πόσο μάλλον έναν κακομοίρη που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να απελευθερωθεί από μια τραυματική και χειριστική (επαγγελματική) σχέση. Ο ασταμάτητος ρυθμός της ταινίας δεν επιτρέπει να αναδείξει με περισσότερη χάρη κάποιες πτυχές του χαρακτήρα του που θα έκαναν το ταξίδι του ελαφρώς πιο ενδιαφέρον, αλλά ακόμη κι έτσι η χαρισματικότητα του Hoult αρκεί για να τον ακολουθήσεις μέχρι τέλους.
Από κοντά και ο Nicolas Cage (Moonstruck), ο οποίος αποτελεί τον μεγάλο κράχτη της ταινίας. Δικαιωματικά, αφού σε μεγάλο βαθμό ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. Σε αντίθεση με προηγούμενες, πιο αριστοκρατικές και -γιατί όχι;- αισθησιακές προσεγγίσεις στον ρόλο, ο Cage ζωντανεύει τον Κόμη Δράκουλα σαν ένα λυσσασμένο σκυλί που γαβγίζει μανιασμένα για φαγητό και παγκόσμια κυριαρχία με την αποκρουστική του όψη να ταιριάζει γάντι στην απόπειρα camp ερμηνείας. Το πρόβλημα όμως είναι πως ο ρόλος του Δράκουλα μοιάζει αδικαιολόγητα περιορισμένος και τελικά, παρά την θεωρητικά πλανητική κλίμακα των ορέξεων του, τα πάντα μοιάζουν πιο συμπιεσμένα με την πλοκή να αναλώνεται σε μια αδιάφορη κόντρα με την τοπική μαφία. Κάπως έτσι κι ο Cage αγγίζει τα όρια του καλτ, αλλά ποτέ δεν μένει αχαλίνωτος να ξεσαλώσει, οπότε και το αποτέλεσμα δεν αγγίζει στο απόλυτο τις προοπτικές του!
Ίσως τελικά να είναι ο ασταμάτητος ρυθμός της που πληγώνει την ταινία και δεν επιτρέπει στις ενδιαφέρουσες πτυχές της να αναπτυχθούν με άνεση. Θύμα της πέφτει και το σενάριο, το οποίο παρ’ ότι προσθέτει -ή καλύτερα υπογραμμίζει εμφατικά- αρκετά επίπεδα ανάγνωσης του Δράκουλα (π.χ. ταξικά) βρίσκεται σε ένα μόνιμο κυνηγητό. Έτσι, δεν παραμελούνται μόνο οι χαρακτήρες, αλλά και οι κωμικές στιγμές που αγγίζουν την κορύφωσή τους μόνο όταν σχετίζονται με τον Δράκουλα. Στις άλλες περιπτώσεις (βλ. Awkwafina), το αποτέλεσμα είναι μάλλον άβολο.
Διασκεδαστικό, πολύχρωμο και αιματοβαμμένο, το Renfield αποτελεί μια ατελή, αλλά απολαυστική προσέγγιση σε μια χιλιοπαιγμένη ιστορία. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο και η κομιξική αισθητική που αγκαλιάζεται δίχως φόβο και πάθος προσφέρουν ικανοποιητικούς λόγους για τη θέαση της ταινίας, αλλά δεν χωρά αμφιβολία πως το αποτέλεσμα μπορούσε να είναι και καλύτερο.