Ο Ταλαντούχος Κύριος Ripley είναι ένα από τα διασημότερα μυθιστορήματα της Αμερικανίδας συγγραφέως Patricia Highsmith, άλλα έργα της οποίας που έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο είναι το Strangers on a Train (1951) του Alfred Hitchcock και το Carol (2015) του Todd Haynes. Ο πρώτος που μετέφερε τις περιπέτειες του απατεώνα Ripley στη μεγάλη οθόνη ήταν ο Γάλλος Rene Clement, στο θρυλικό Purple Noon (1960), με τον Alain Delon στο ρόλο του τίτλου. Θα ακολουθούσε ο Γερμανός Wim Wenders με το αριστουργηματικό The American Friend (1977), και ύστερα ο χαρακτήρας θα “επαναπατριζόταν” κινηματογραφικά, χάρη στις διασκευές των Anthony Minghella (The Talented Mr Ripley, 1999) και Liliana Cavani (Ripley’s Game, 2002). Φέτος, ο ήρωας της Highsmith επιστρέφει στις οθόνες μας, χάρη στη νέα σειρά του Netflix, Ripley, με τον Andrew Scott στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Στην αποτελούμενη από οκτώ ωριαία επεισόδια σειρά, ένας περιπλανώμενος άνδρας ονόματι Ripley (Andrew Scott) ζει στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1960 σαν τυχοδιώκτης. Κάποια στιγμή, ένας πλούσιος άνδρας τον προσλαμβάνει ώστε να βρει το γιο του, ο οποίος διάγει έκλυτο βίο στην Ιταλία, και να τον πείσει να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, για τον Ripley ξεκινά μια σύνθετη περιπέτεια βουτηγμένη στην απάτη, το ψέμα και τη βία.
Τη σειρά υπογράφει ο Steven Zaillian, ένας από τους πιο διακεκριμένους σεναριογράφους του σύγχρονου Χόλιγουντ, με τίτλους στο ενεργητικό του όπως το Schindler’s List (1993) του Steven Spielberg ή το The Irishman (2019) του Martin Scorsese. Ο Zaillian έχει υπάρξει, περιστασιακά, ενδιαφέρων σκηνοθέτης, με την ταινία Searching for Bobby Fischer (1993) και τη μίνι σειρά The Night Of (2016) να ξεχωρίζουν από τη σκηνοθετική προσφορά του. Εδώ, ο Αμερικανός δημιουργός υπογράφει σεναριακά και σκηνοθετικά όλα τα επεισόδια της σειράς, κάνοντας μάλιστα και μια εξαρχής τολμηρή αισθητική επιλογή: να γυρίσει ολόκληρη τη σειρά σε ασπρόμαυρο, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στα χρονικά του Netflix. Προφανώς η επιλογή αυτή εξυπηρετεί να θυμίζει η σειρά περισσότερο τα κλασικά φιλμ – νουάρ του 1950, κάποιοι παραλλήλισαν τη σειρά με τις ταινίες του Alfred Hitchcock αλλά προσωπικά διαφωνώ, οπτικά το αποτέλεσμα είναι αναμφίβολα πανέμορφο, στην πραγματικότητα όμως το ασπρόμαυρο δεν εξυπηρετεί κάτι περισσότερο από την «απλή» μίμηση των ταινιών που επηρέασαν τον Zaillian.
Σεναριακά, η σειρά καταφέρνει να κλιμακώσει με ωραίο τρόπο την πλοκή της, έστω κι αν ξεκινά κάπως ράθυμα ή αν στην πορεία γίνεται εμφανής η προσπάθεια του Zaillian να απλώσει τη διάρκεια της αφήγησής του, εφευρίσκοντας υποπλοκές και χαρακτήρες που δεν κομίζουν απαραίτητα κάτι σημαντικό. Το παιχνίδι ταυτοτήτων, εξαπατήσεων και πλαστοπροσωπίας διατηρείται αυτούσιο από το βιβλίο και, μολονότι δε μας εκπλήσσει αφού το έχουμε δει (καλύτερα) στις ταινίες που έχουν προηγηθεί, ο Zaillian κάνει τη δουλειά του επαρκώς.
Τη σειρά, αναμενόμενα, σηκώνει στις πλάτες του ο Andrew Scott, που ενσαρκώνει τον χαρακτήρα του τίτλου. Μετά το τηλεοπτικό Fleabag και το All of Us Strangers, ο Άγγλος ηθοποιός δίνει άλλη μια ωραία, μεστή ερμηνεία που συναγωνίζεται αυτές των προκατόχων του χωρίς να ωχριά μπροστά τους – όταν έχεις να συναγωνιστείς Delon, Hopper, Damon και Malkovich η δουλειά σου δεν είναι καθόλου εύκολη κι αυτό από μόνο του καθιστά το επίτευγμα του Scott σημαντικό. Ο Scott είναι ένας πολύ εσωτερικός ηθοποιός, κι αυτό τον βοηθά να προσδώσει μια επιπλέον τραγικότητα στον χαρακτήρα που υποδύεται, εκεί που οι προκάτοχοί του ενσάρκωναν έναν αριβίστα οπορτουνιστή ο οποίος θα χρησιμοποιούσε τη γοητεία του προκειμένου να αποσπάσει αυτό που θέλει.
Καλή δουλειά κάνει και ο Johnny Flynn, ένας σταθερά αξιόπιστος καρατερίστας που είδαμε πρόσφατα στο One Life να υποδύεται μια νεότερη εκδοχή του χαρακτήρα που ερμήνευε ο Anthony Hopkins (The Father). Η Dakota Fanning κρίνεται ως η μοναδική ερμηνευτική παραφωνία της σειράς καθώς μοιάζει εκτός κλίματος, η Margherita Buy δίνει άλλη μια θαυμάσια υποστηρικτική ερμηνεία, ο σκηνοθέτης Kenneth Lonergan (Manchester by the Sea) συμμετέχει επίσης στο καστ, ενώ σε ένα επεισόδιο βλέπουμε για λίγο τον John Malkovich, 22 χρόνια μετά από τη δική του ενσάρκωση του Ripley στην ταινία της Cavani.
Το Ripley πάνω από όλα ένα έργο με στυλ, από το οποίο δε λείπει η ουσία. Δεν έχει κάτι να προσθέσει στις προγενέστερες διασκευές του μυθιστορήματος της Highsmith, μπορούμε δηλαδή να φανταστούμε τη ζωή μας και χωρίς αυτό, αλλά σε καμία περίπτωση η παρακολούθησή του δεν είναι χαμένος χρόνος. Είναι μια καλοστημένη, φροντισμένη παραγωγή με σοβαρά καλούς συντελεστές να την στελεχώνουν και είναι απολύτως βέβαιο ότι θα βρει το κοινό της.