Μια από τις πιο δημοφιλείς τροπές των υπερηρωικών αφηγήσεων είναι οι ιστορίες στις οποίες οι άλλοτε νεαροί και κοτσωνάτοι υπερήρωες βρίσκονται στη δύση της ζωής τους, κουρασμένοι σωματικά και ψυχολογικά από τις δεκαετίες υπερηρωικών περιπετειών. Ίσως, η πιο χαρακτηριστική περίπτωση να είναι το The Dark Knight Returns του Frank Miller, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε και το Catwoman: Lonely City. Πλέον, στη λίστα μπορεί να προστεθεί με καμάρι και το Rogues σε σενάριο του Joshue Williamson και σχέδιο των Leomacs και Jason Wordie (χρώμα).
Κάποτε, οι Rogues ήταν μια περήφανη συμμορία υπερ-κακοποιών, αλλά σήμερα έχουν μετατραπεί σε φάντασμα του παλιού, καλού εαυτού τους, ζώντας μια έννομη, αλλά μίζερη ζωή. Τουλάχιστον, αυτό αισθάνεται ο Snart, ο πρώην επικεφαλής της ομάδας, ο οποίος ύστερα από μια αναλαμπή αποφασίζει να επιστρέψει στην ενεργό δράση για μια τελευταία ληστεία. Οι υπόλοιποι δεν συμμερίζονται απαραίτητα την οπτική του, ή έστω την υποδεχόνται με αρκετή αμφιβολία, αλλά ο στόχος είναι τόσο ελκυστικός που δύσκολα μπορούν να αρνηθούν, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις τους. Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, που όπως είναι προφανές δεν θα πάνε, η ομάδα θα χρειαστεί να εντοπίσει την πόλη του Gorilla Grodd, την Gorilla City, ύστερα να διεισδύσει στην τράπεζα κι αφού κλέψει το χρυσό που φιλοξενεί, να γίνει καπνός.
Η ιστορία του Williamson διαθέτει όλα εκείνα τα γνωρίσματα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν κάθε ιστορία που κυκλοφορεί υπό την σκέπη της Black Label (Harleen). Η πλοκή στέκεται αυτόνομα, δίχως να χρειάζεται να γνωρίζεις κάποια σημαντική πληροφορία για τους χαρακτήρες, η βία ρέει στις σωστές δόσεις -ούτε αναίτια υπερβολική, ούτε απούσα!- και το σενάριο εκμεταλλεύεται τον αυξημένο αριθμών των σελίδων για να προσφέρει μικρές, αλλά σημαντικές ανάσες ανάμεσα στη δράση και τις απαραίτητες ανατροπές που οφείλουν να συνοδεύουν μια ιστορία ληστειών.
Παρ΄ ότι δεν αναπτύσσονται όλοι στον ίδιο βαθμό, ο Williamson δεν αμελεί να αφιερώσει στους πολυάριθμους χαρακτήρες του έστω και λίγες στιγμές, ώστε να αποκαλύψει σύντομα, αλλά περιεκτικά τις απαραίτητες πληροφορίες για εκείνους, ώστε αργότερα, αν έρθει η στιγμή να χάσουν τη ζωή τους, η απώλεια τους να έχει κάποια βαρύτητα. Ακόμα και ο Grodd, που αναλαμβάνει τον ρόλο του μαφιόζου που κινεί τα νήματα μιας ολόκληρης πόλης, άρα θεωρητικά θα μπορούσε να περιοριστεί σε μια τυπική καρικατούρα, αποκτά βάθος που υπερβαίνει το βίαιο παρουσιαστικό του. Βέβαια, στο επίκεντρο παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης ο Snart και η εμμονή του για την ολοκλήρωση της αποστολής πάση θυσία. Προς αποφυγήν κρίσιμων αποκαλύψεων, θα περιοριστούμε μόνο στο ότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι ο ιδανικός πρωταγωνιστής σε μια ιστορία που σκοπεύει να βουτήξει στην ανηθικότητα.
Πιστό στο πνεύμα της ιστορίας και το σχέδιο του Leomacs. Οι βαριές γραμμές του σε περιγράμματα και σκιάσεις προσδίδουν μια αγριάδα και βρωμιά, όπως ακριβώς αρμόζει σε μια ομάδα υπερ-κακοποιών, η αποτύπωση της έντασης και της κινητικότητας των σκηνών δράσης είναι ζωηρή, αλλά εξίσου αποτελεσματικό είναι το σχέδιο και στις πιο ήσυχες στιγμές, εκεί που πρέπει να αναδειχθεί η απογοήτευση, η οργή και η προδοσία στα πρόσωπα των χαρακτήρων. Κερασάκι στην γευστικότατη τούρτα της αισθητικής είναι ο χρωματισμός του Jason Wordie, ο οποίος εναλλάσσει με άνεση τις μουντές αποχρώσεις με τον πολύχρωμο κόσμο του νουάρ και τα ζεστά χρώματα της ζούγκλας, προσφέροντας μια καλοδεχούμενη ποικιλομορφία που ποτέ δεν παραστρατεί από το ύφος της ιστορίας.
Εν ολίγοις, το Rogues είναι κάτι παραπάνω από ένα αξιοπρέπαστο κόμικ. Πιθανότατα, μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες της Black Label (αν και αυτό μάλλον δεν λέει πολλά), μετατρέπει τους άσημους πρωταγωνιστές του σε προτέρημα, παραδίδοντας μια ιστορία με ανατροπές, πρωταγωνιστές που κινούνται στις γκρίζες ζώνες της ηθικής, σωστές ποσότητες βίας και τις απαραίτητες δόσεις κυνισμού. Η αποστολή κρίνεται επιτυχημένη.